Ήμουνα κι εγώ στη Βηθλεέμ τη νύχτα των Χριστουγέννων (Γράφει ο Δημήτρης Μπανιάς)




Είμαι ένα μικρό παιδί και δουλεύω σε ένα χάνι έξω από τη Βηθλεέμ. Αυτόν τον καιρό εργάζομαι πάρα πολύ σκληρά, γιατί, λόγω της απογραφής, φθάνουν πλήθη κόσμου στην πόλη μου. Δε σταματώ να δουλεύω από την ώρα που σκάει μύτη ο ήλιος μέχρι  τα μεσάνυχτα. Το πρωί, πριν καν λαλήσουν τα κοκόρια, τραβάω για το πηγάδι. Όταν τελειώσω με το νερό, πηγαίνω να πλύνω τις αυλές, να καθαρίσω τα τραπέζια του πανδοχείου και να τακτοποιήσω την κουζίνα.
Το αφεντικό μου ξυπνάει μετά από μένα. Όλη μέρα μού φωνάζει και γκρινιάζει. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη μέρα που με χτύπησε τόσο πολύ, ώσπου μάτωσα. Και γιατί; Επειδή μου έπεσε ο κουβάς μες στο πηγάδι την ώρα που τον κατέβαζα…
Αφού το αφεντικό μου ελέγξει αν έκανα σωστά τις δουλειές, πηγαίνω να ταΐσω τα ζώα. Αυτή είναι για μένα μια ώρα μαγική. Έχω δεθεί συναισθηματικά με τα ζωντανά μου. Κοιτάζω την αγελάδα στα μάτια. Πόσο αγαθά είναι! Μάλλον έτσι θα ήταν και τα μάτια της μάνας μου, αν είχα μάνα. Τρέχω, κυνηγιέμαι με τα κατσικάκια. Μάλλον έτσι θα έπαιζα και  με τα αδέλφια μου, αν είχα αδέλφια. Μετά πάω και συζητώ με το περήφανο άλογο. Κάπως έτσι φαντάζομαι ότι θα συζητούσα και με τον πατέρα μου, αν είχα πατέρα. Κάτι τέτοιες στιγμές στενοχωριέμαι που παίζω και συζητάω με τα ζώα και όχι με κανονικούς γονείς κι αδέλφια.
Κρεβάτι στο πανδοχείο δεν υπάρχει για μένα, κι έτσι αναγκάζομαι να πηγαίνω τα βράδια στο στάβλο. Αργά πηγαίνω για ύπνο, κι ο φόβος μου είναι να μην ξυπνήσω τα ζώα. Όλα κοιμούνται όταν φτάνω εκεί. Μονάχα η αγαθή αγελάδα με περιμένει, όπως θα με περίμενε η μαμά μου, αν ήταν στη ζωή. Ξαπλώνω δίπλα στο μοσχαράκι κι ακουμπάω το κεφάλι μου πάνω στο άλογο. Νιώθω σαν να έχω κανονική οικογένεια! Απόψε είναι πολύ κρύα η νύχτα, γι’ αυτό ρίχνω πάνω μου λίγο άχυρο, να ζεσταθώ.
Συλλογίζομαι λιγάκι όλα όσα έκανα σήμερα. Ευχαριστιέμαι πάρα πολύ, γιατί άνοιξα κρυφά την κάνουλα και χύθηκε το κρασί και, όταν το αφεντικό ρώτησε ποιος το έκανε, είπα ότι το έκανε ο άλλος παραγιός. Επίσης, μέσα στην όλη φασαρία κατάφερα κι έκρυψα στην τσέπη μου τα ρέστα ενός πελάτη. Νιώθω πως έτσι εκδικούμαι με τον τρόπο μου το σκληρό αφεντικό μου. Αύριο θα σκεφτώ κι άλλα να του κάνω.
Κατά τις τρεις η ώρα ξύπνησα ξαφνικά. Μια γλυκιά μελωδία έφτανε στα αυτιά μου. Τι να ήταν άραγε μέσα στην άγρια νύχτα; Βγήκα έξω παραξενεμένος. Και τι να δω; Μια φωτεινή σκάλα ανέβαινε από τη γη στον ουρανό. Πάνω της ανεβοκατέβαιναν άγγελοι, που έψαλλαν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Ρώτησα ένα αγγελάκι τι συμβαίνει, μα ήταν βιαστικό. Μου είπε μόνο ότι απόψε θα γεννηθεί ο Υιός του Θεού κι έπρεπε όλα να είναι έτοιμα.
Μέσα από τα δέντρα ξεπρόβαλαν ξαφνικά ένας  άνδρας και μια ετοιμόγεννη γυναίκα. Η γυναίκα με κοίταξε στα μάτια και για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσα σαν να ήταν η μητέρα μου. Η ματιά της μου ζέστανε την ψυχή. Μου είπε ότι ήταν κουρασμένη κι έπρεπε να ακουμπήσει κάπου. Αμέσως της είπα ότι μπορεί να μείνει στον αχυρώνα. Με ευχαρίστησε θερμά κι εγώ ένιωσα μέσα μου κάτι πρωτόγνωρο. Κάτι που δεν είχα ξανανιώσει.
Αν και δεν την είχα ξαναδεί, θα έβαζα στοίχημα ότι ήξερε για την κάνουλα, για τα ρέστα και για όλα όσα έχω κάνει. Ντράπηκα πολύ, αλλά και συγχρόνως παραξενεύτηκα, γιατί πρώτη φορά αισθάνθηκα έτσι. Μες στη σκοτεινιά την πήγα εκεί που κοιμόμουν εγώ, πλάι στο κατσικάκι και την αγελάδα. Έστρωσα κάτω άχυρο κι η γυναίκα βολεύτηκε.
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός, ένιωσα να με αγκαλιάζει ένας άγγελος. Μαζί μ’ αυτόν τραγούδησα κι εγώ το «Δόξα εν υψίστοις». Από τότε, κάθε φορά που κάνω το σωστό, ακούω μέσα στην ψυχή μου αυτό το αγγελάκι να μου τραγουδάει. Και τραγουδάει τόσο ωραία… σαν άγγελος!

Δεν υπάρχουν σχόλια: