Μια μέρα σε ένα κλέφτικο λημέρι (Γράφει ο Δημήτρης Μπανιάς)


  Βρίσκομαι σε ένα  κλέφτικο λημέρι στα βουνά του Παρνασσού. Μόλις έφτασα εδώ με τη χρονομηχανή μου. Θα κάνω το δημοσιογράφο.Ήρθα για να διαπιστώσω τι περνάνε οι κλέφτες κάθε μέρα. Θα μείνω εδώ μέχρι το βράδυ και θα γράψω ό,τι δω.
    Είναι ακόμα ξημερώματα και οι κλέφτες έχουν ξυπνήσει αχάραγα. Από ό,τι καταλαβαίνω, δε θα πρέπει να κοιμούνται και πολύ. Και, ασφαλώς, ποτέ αμέριμνοι. Παρατηρώ τι κάνουν. Καθαρίζουν τα καριοφίλια τους, ακονίζουν τα γιαταγάνια και βάζουν τα κουμπούρια τους στο ζωνάρι. «Περίεργο», σκέφτομαι. «Κι ακόμα δεν έχουν βάλει μπουκιά στο στόμα τους…». Μερικοί άρχισαν ήδη να εξασκούνται στο τρέξιμο και στο  σημάδι. Απορώ πού τη βρίσκουν την όρεξη πρωί-πρωί. Αυτό όμως που κυρίως με παραξενεύει είναι ότι δε βλέπω πάνω τους καθόλου σημάδια ανησυχίας.
    Ο ήλιος έχει ανατείλει για τα καλά τώρα και οι κλέφτες αλλάζουν λημέρι με γρήγορο βήμα. Ρώτησα κάποιον και μου είπε ότι βιάζονται να φτάσουν ως το μεσημέρι στο αντικρυνό βουνό. Εκεί θα ανταμώσουν με μια άλλη ομάδα κλεφτών, για να στήσουν ενέδρα σε ένα τούρκικο ασκέρι. Κατά τις 12:00 οι κλέφτες, που δεν ξεπερνούν τους εκατό, ταμπουρώνονται σε ένα στενό, με σκοπό να ανακόψουν στρατιά χιλίων περίπου Τούρκων προς τη Λειβαδιά! Πολύ αισιόδοξους τους βρίσκω…  Εγώ θα πάρω θέση στην αντικρυνή ραχούλα και θα παρακολουθώ. Η αλήθεια είναι ότι τρέμω ολόκληρος. Πώς θα ήθελα κάτι τέτοιες στιγμές να ήμουν αόρατος… Προσπαθώ να το ξεχάσω. Πώς όμως; Ας ρωτήσω έναν κλέφτη, να δω τι σκέφτεται για τη μάχη! Αυτός άραγε δε φοβάται;
   -Καλημέρα!
   -Γεια! Ποιος είσαι του λόγου σου; Δε σε έχω ξαναδεί.
   -Ο Δημήτρης.
   -Και πώς είσαι έτσι ντυμένος, ορέ; Δεν πιστεύω να είσαι κουτόφραγκος;
   -΄Ελληνας είμαι, καλέ, δε με βλέπεις;.
   -Και πού είναι τα τσαρούχια και η φουστανέλλα σου; Δεν ντρέπεσαι να λες πως είσαι Έλληνας; Και πώς πολεμάς με τέτοια ρούχα; Δε σε στενεύουν; Αμ, αυτά τα παπούτσια; Θα γλιστρίσεις και θα σκοτωθείς εδώ πάνω στα κατσάβραχα!
   - Δεν πολεμάω εγώ. Έχω έρθει από το μέλλον. Ταξίδεψα με τη μηχανή του χρόνου. Έτσι ντυνόμαστε στην Ελλάδα του 2011.
   -Και τι είναι αυτό που κρατάς;
   -Βιντεοκάμερα. Γράφει ό,τι βλέπω.
   -Αστείος είσαι! Και τι θέλεις τώρα;
   -Να σε ρωτήσω τι σκέφτεσαι για τη μάχη και ποια είναι η πρὀβλεψή σου για την έκβασή της.
   -Τι είναι έκβαση; Εγώ γράμματα δεν ξέρω. Πήγα λίγο στο κρυφό σχολειό.
   -Το αποτέλεσμα είναι η έκβαση. Πες μου την αλήθεια, φοβάσαι καθόλου;
   -Μπα, καθόλου! Είμαι σίγουρος ότι θα τους πάρουμε όλους στο κυνήγι και θα κερδίσουμε κι ένα σωρό λἀφυρα.
   -Δεν έχεις καμιά αμφιβολία; Είναι πολλοί!
   -Όχι, γιατί αυτοί έχουνε τα όπλα, αλλά εμείς έχουμε την καρδιά. Ο Θεός δε θα μας αφήσει!
   -Μακάρι! Σ’ αφήνω τώρα να κάνεις τη δουλειά σου.
    Σε λίγο οι Τούρκοι καταφτάνουν. Δεν έχουν πάρει όμως τίποτα μυρωδιά, γιατί οι δικοί μας είναι καλά ταμπουρωμένοι πίσω από τα βράχια. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή του αρχηγού: «Απάνω τους, παιδιά! Γιουρούσι! Μην τους φοβάστε»!
    Τα καριοφίλια άρχισαν να τραγουδούν. Οι κάνες  άναψαν. Η πρώτη μπαταριά έκανε τον τόπο να σειστεί. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα. Οι δικοί μας χύνονται πάνω τους σα γεράκια και παίρνουν κεφάλια. Ένας με δέκα πολεμάνε! «Αυτό θα πει ήρωας», σκέφτομαι κι ανατριχιάζω. Καταγράφω όμως με πάθος κάθε λεπτομέρεια.
    Οι Τούρκοι πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Δεν είχαν από πού να φυλαχτούν. Οι δικοί μας τους λιάνισαν! Οι πιο πολλοί στρατιώτες τους χάθηκαν κι οι υπόλοιποι αλαφιασμένοι το έβαλαν στα πόδια. Και προτού καλά-καλά καταλάβουν το τι έγινε, οι Έλληνες έστησαν πανηγύρι. Νικήσαμε κατά κράτος! Σπουδαία νίκη! Μετρήσαμε τους εχθρούς και βρέθηκαν οχτακόσιοι σκοτωμένοι! Μετρηθήκαμε κι εμείς και μας έλειπαν δεκαεπτά παληκάρια. Λεβέντες όλοι τους, ένας κι ένας…
    Παρόλο που ήμασταν νηστικοί και μπαρουτοκαπνισμένοι, βαλθήκαμε όλοι να θάψουμε τους ήρωές μας και να πάρουμε τα λάφυρα των εχθρών. Πόσο πολύτιμα θα μας ήταν! Και τι ακριβά! Χόρτασε το μάτι μου να θαυμάζω. Τι ασημένιες κάνες ήταν αυτές, τι αδαμαντοποίκιλτα γιαταγάνια, τι μαλαματένια σπαθιά… Τα καλύτερα τα δώσαμε στον αρχηγό. Για τα υπόλοιπα ρίξαμε κλήρο. Μου έδωσαν κι εμένα ένα μαχαίρι από ατόφιο ασήμι, για να τους θυμάμαι. Το φύλαξα με συγκίνηση.
    Όλο το απόγευμα οι κλέφτες το πέρασαν χορεύοντας και πανηγυρίζοντας τη μεγάλη τους νίκη. Σούβλισαν δέκα ολόκληρα αρνιά, που η τσίκνα τους ανέσταινε και πεθαμένο! Το βράδυ ορίστηκαν αυτοί που θα φύλαγαν όλη τη νύχτα καραούλι. Οι υπόλοιποι με στρώμα το καριοφίλι και προσκέφαλο το χέρι τους έπεσαν να λαγοκοιμηθούν.
    Τι μέρα ήταν κι αυτή! Όλο  ένταση και συγκινήσεις. Ώρα να γυρίσω κι εγώ στο σπιτάκι μου. Η χρονομηχανή μου με περιμένει.  Δε θα τους ξεχάσω όμως ποτέ! Αλήθεια, ξέχασα να ρωτήσω εκείνον τον κλέφτη πώς τον λέγανε. Λέτε να με πέρασε για αγενή; Ευκαιρία να ξανάρθω καμιά άλλη φορά στο μέλλον, να επανορθώσω! Ομολογώ ότι δεν τους χόρτασα όσο θα ήθελα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: