Jafar (Anti- racist short film)


Άσκηση: Τι σκέψεις κάνει η κυρία όταν ο έγχρωμος μετανάστης έρχεται να καθίσει δίπλα της;
              Τι συζητάει ύστερα με τον άνδρα της, όταν φεύγουν από το ιατρείο; 

Καρδία συντετριμμένη (Φ.Κόντογλου)



..Χρυσὰ χέρια καὶ πολλὰ χαρίσματα μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ νὰ ἀποχτήσω ὑλικὰ ἀγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενὸς εἴδους καλοπέραση. Τὰ μεταχειρίσθηκα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας του. Ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου παράβλεψα, μὰ καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναῖκα μου, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου τὰ ἀδίκησα, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Κανένας ἄνθρωπος δὲν στάθηκε τόσο ἀνίκανος νὰ βοηθήσει τοὺς συγγενεῖς του, ὅσο ἐγώ. Μ᾿ ὅλο ποὺ εἶχα ἕνα ὄνομα καὶ πολλοὺς θαυμαστές, ποτὲ δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ ὠφέλειά μου, τόσο, ὥστε ν᾿ ἀποροῦν οἱ γνωστοί μου κι οἱ ξένοι. Ἤμουνα προσηλωμένος στὸ ἔργο ποὺ ἔβαλα γιὰ σκοπό μου, καὶ στὸν σκληρὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Γιὰ τοῦτο τυραννιστήκαμε καὶ τυραννιόμαστε στὴ ζωή μας. Φτωχὸς ἐγώ, φτωχὰ καὶ τὰ παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή. Μά, μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ, ὅλα γαληνεύουν. Ὅλα τὰ θλιβερὰ τὰ περνοῦμε μὲ εὐχαριστία. Ξέρω πὼς ὅσα βάσανα μᾶς ἔρχονται, μᾶς ἔρχονται γιατὶ δὲν πέσαμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν διάβολο, νὰ καλοπεράσουμε, παρὰ ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δείχνει «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν», καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο τὸν ἀκολουθοῦμε πρόθυμα....
Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα. Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα, καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου κ᾿ ἔπλεκε. Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη, καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπὸν ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία, κ᾿ ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ᾿ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του. Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ ἔδωσε, καὶ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα γιὰ τὴν ἁπλὴ τὴ Μαρία, ποὺ μοῦ τὴ δώρησε συντροφιὰ στὴ ζωή μου, ψυχὴ θρησκευτική, ἕνα δροσερὸ ποταμάκι ποὺ γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ᾿ ἕνα παλιὸν καστρότοιχο. Τὸ κρουσταλένιο νερό του δὲν θολώνει μὲ τὰ χρόνια, ἀλλὰ γίνεται κι᾿ ὁλοένα πιὸ καθαρὸ καὶ πιὸ γλυκόλαλο: «Καλότυχος ὁ ἄνδρας πού ῾χει καλὴ γυναίκα. Ἡ καλὴ γυναίκα εὐφραίνει τὸν ἄνδρα της, καὶ θὰ ζήσει εἰρηνεμένα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Καλὴ γυναίκα, κορῶνα στὸ κεφάλι τοῦ ἀνδρός της. Ἡ ἐμορφιὰ τῆς καλῆς γυναίκας φεγγοβολᾶ μέσα στὸ σπίτι σὰν τὸν ἥλιο ποὺ βγαίνει καὶ λάμπει ὁ κόσμος». Τέτοια γυναῖκα μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα ὁ Κύριος.
Ἡ ἐμορφιὰ δὲν τὴν περηφάνεψε, ἴσια-ἴσια ἡ ταπείνωση τὴν πλήθυνε, κι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ τὴν εὐωδίασε. Ἀνάμεσα στὶς ἔμορφες ξεχώρισε, γιατὶ ἡ ἀκαταδεξιὰ δὲν θάμπωσε τὸ κρούσταλλό της, κ᾿ ἡ πονηρία δὲν λέρωσε τὸ σιντέφι τῆς ψυχῆς της. Κοντά μου κάθεται καὶ μὲ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος. Μαρία ἡ ἁπλή! Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κ᾿ ἐγὼ δουλεύω τὴν ἁγιασμένη τέχνη μου καὶ φιλοτεχνῶ εἰκονίσματα ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ κόσμος. Τί χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Παντοδύναμος, ποὺ τὴν ἔχουνε λιγοστοὶ ἄνθρωποι, «ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων αὐτοῦ». Τὸ καλύβι μας εἶναι φτωχὸ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, καὶ μολοταῦτα στ᾿ ἀληθινὰ εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ᾿ ἡλιοστάλαχτος θρόνος, γιατὶ μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη κ᾿ ἡ εὐλάβεια. Κ᾿ ἐμεῖς ποὺ καθόμαστε μέσα, εἴμαστε οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς φτωχούς, πλὴν μᾶς πλουτίζει μὲ τὰ πλούτη του Ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε: «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ».
Ἀφοῦ λοιπὸν τελείωσα τὴ δουλειά μου κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ξάπλωσα στὸ μεντέρι μου, κ᾿ ἡ Μαρία ξάπλωσε καὶ κείνη κοντά μου καὶ σκεπάσθηκε καὶ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔπιασα νὰ συλλογίζουμαι τὸν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου καὶ τὸ παιδί μου. Γύρισα καὶ κοίταξα τὴ Μαρία ποὺ ἤτανε κουκουλωμένη καὶ δὲν φαινόταν ἂν εἶναι ἄνθρωπος ἀποκάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα. Κ᾿ εἶπα: Ποιὸς μᾶς συλλογίζεται; Οἱ ἄνθρωποι λένε λόγια πολλά, μὰ δὲν πιστεύουνε σὲ τίποτα, γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Δαυίδ: «πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης». Γύρισα καὶ κοίταξα τὸ φτωχικό μας, πού ῾ναι σὰν ξωκκλήσι, στολισμένο μὲ εἰκονίσματα καὶ μὲ ἁγιωτικὰ βιβλία, χωμένα ἀνάμεσα στ᾿ ἀρχοντόσπιτα τῆς Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σὰν τὸν φτωχὸ ποὺ ντρέπεται μὴ τὸν δεῖ ὁ κόσμος. Ἡ καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη καὶ κείνη μέσα μου. Ἔνοιωσα πὼς ἤμουνα χωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο κ᾿ οἱ λογισμοί μου πὼς ἤτανε καὶ κεῖνοι κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν κόσμο ἀπὸ μένα, καὶ πῶς ἄλλος ἥλιος κι ἄλλο φεγγάρι φωτίζανε τὸν δικό μας τὸν κόσμο. Κι ἀντὶ νὰ πικραθῶ, εὐφράνθηκε ἡ ψυχή μου πὼς μ᾿ ἔχουνε ξεχασμένον, κ᾿ ἡ χαρὰ ἡ μυστική, ποὺ τὴν νοιώθουνε ὅσοι εἶναι παραπεταμένοι, ἄναψε μέσα μου ἥσυχα κι εἰρηνικά, κ᾿ ἡ παρηγοριὰ μὲ γλύκανε σὰν μπάλσαμο, ἀνακατεμένη μὲ τὸ παράπονο. Καὶ φχαρίστησα Ἐκεῖνον, ποὺ κάνει τέτοια μυστήρια στὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ κάνει πλούσιους τοὺς φτωχούς, χαρούμενους τοὺς θλιμμένους, ποὺ δίνει μυστικὴ συντροφιὰ στοὺς ξεμοναχιασμένους, καὶ ποὺ μεθᾶ μὲ τὸ κρασὶ τῆς τράπεζάς του ὅσους βάλανε τὴν ἐλπίδα τους σὲ Κεῖνον. Ἂν δὲν ἤμουνα φτωχὸς καὶ ξευτελισμένος, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀξιωθῶ τούτη τὴν πονεμένη χαρά, γιατὶ δὲν ξαγοράζεται μὲ τίποτα ἄλλο, παρεχτὸς μὲ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, κατὰ τὸν Δαυῒδ ποὺ λέγει: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με». Ἐπειδή, ὅποιος δὲν πόνεσε καὶ δὲν ταπεινώθηκε, δὲν παίρνει ἔλεος. Ἔτσι τὰ θέλησε ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία Του. Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ νοιώθουνε αὐτά, γιατὶ δὲν θέλουνε νὰ πονέσουν καὶ νὰ ταπεινωθοῦνε, ὥστε νὰ νοιώσουνε κάτι παραπέρα ἀπὸ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὸ τὰ μάταια πάθη τους.
Ὁλοένα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἀνεβαίνανε τὰ δάκρυα στὰ μάτια μου, δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο καὶ δάκρυα γιὰ μένα. Δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο, γιατὶ γυρεύει νὰ βρεῖ τὴ χαρὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν βρίσκεται· καὶ δάκρυα γιὰ μένα, γιατὶ πολλὲς φορὲς δείλιασα τὴ φτώχεια καὶ τοὺς ἄλλους πειρασμούς, καὶ δικαίωσα τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ τώρα ἔνοιωσα πὼς δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρὶς νὰ περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι ἀντρειεύτηκα κατὰ τὸ πνεῦμα, κ᾿ ἔνοιωσα πὼς δὲν φοβᾶμαι τὴ φτώχεια, παρὰ πὼς τὴν ἀγαπῶ. Καὶ κατάλαβα καλά, πὼς δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὸν πόνο του, γιατὶ ἀπὸ τὸν πόνο ἀναβρύζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ κ᾿ ἡ παρηγοριά, κ᾿ ἐκεῖ βρίσκουνται οἱ πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἀληθινά, ἡ φτώχεια εἶναι φοβερὸ θηρίο. Ὅποιος τὸ νικήσει, ὅμως, καὶ φτάξει νὰ μὴν τὸ φοβᾶται, θὰ βρεῖ μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τὴν ἀφοβιὰ τὴ δίνει ὁ Κύριος ἅμα ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμο ποὺ ἡ ἀντρεία λέγεται ταπείνωση, καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι καταφρόνεση καὶ ξευτελισμός, δὲν βαστᾶνε οἱ ἀντρεῖοι τοῦ κόσμου. Ὅποιος δὲν περάσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς δοκιμῆς, δὲν ἔνοιωσε ἀληθινὰ τί εἶναι ἡ ζωή, καὶ γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή», καὶ γιατὶ εἶπε «Μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε». Ὅποιος δὲν ἀπελπίστηκε ἀπὸ ὅλα, δὲν τρέχει κοντὰ στὸν Θεό, γιατὶ λογαριάζει πὼς ὑπάρχουνε κι ἄλλοι προστάτες γι᾿ αὐτόν, παρεχτὸς τοῦ Θεοῦ.
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τὰ συλλογιζόμουνα αὐτά, ἔνοιωσα μέσα μου ἕνα θάρρος καὶ μία ἀφοβιὰ ἀκόμα πιὸ μεγάλη, κ᾿ εἰρήνη μὲ περισκέπασε, κ᾿ εἶπα τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰωνᾶς μέσα ἀπὸ τὸ θεριόψαρο: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ εἰσήκουσέ μου»! «Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Ἅδη ἄκουσες τὴν κραυγή μου, ἄκουσές τη φωνή μου. Ἄβυσσο ἄπατη μὲ ἔζωσε. Τὸ κεφάλι μου χώνεψε μέσα στὶς σκισμάδες τῶν βουνῶν, κατέβηκα στὴ γῆς, ποὺ τὴν κρατᾶνε ἀμπάρες ἀκατέλυτες. Ἂς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς ἐσένα, Κύριε ὁ Θεός μου. Τὴν ὥρα ποὺ χάνεται ἡ ζωή μου, θυμήθηκα τὸν Κύριο. Ἂς ἐρθεῖ ἡ προσευχή μου στὴν ἁγιασμένη ἐκκλησιά σου. Ὅσοι φυλάγονται μάταια καὶ ψεύτικα θὰ παρατηθοῦνε χωρὶς ἔλεος. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ φχαριστήσω καὶ μὲ φωνὴ αἰνέσεως θὰ σὲ δοξολογήσω». Καὶ πάλι δόξασα τὸν Θεὸ καὶ τὸν φχαρίστησα γιατὶ μ᾿ ἔκανε ἀναίσθητο γιὰ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, τόσο ποὺ νὰ σιχαίνουμαι ὅσα εἶναι ποθητὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ νὰ νοιώθω πὼς εἶμαι κερδισμένος, ὅποτε οἱ ἄλλοι λογαριάζουνε πῶς εἶμαι ζημιωμένος· καὶ γιατὶ πῆρα δύναμη ἀπὸ Κεῖνον νὰ καταφρονήσω τὸν σατανᾶ, ποὺ παραφυλάγει πότε θὰ λιγοψυχήσω, κ᾿ ἔρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατὶ θὰ γίνουνε ψωμιὰ αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βλέπεις». Καὶ πάλι ξανάρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Ἔ, πῶς χαίρεται ὁ κόσμος! Ἀκοῦς τὸν ἀλαλαγμό, τὶς φωνὲς ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ παλάτια, ὅπου διασκεδάζουνε οἱ φτυχισμένοι ὑποταχτικοί μου, ἄντρες καὶ γυναῖκες; Πέσε προσκύνησέ με καὶ θὰν ἁπλώσεις μονάχα τὸ χέρι σου νὰ τὰ πάρεις ὅλα. Ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος τιμημένος γιὰ τὴν τέχνη σου· γιατί νὰ ὑποφέρνεις, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτοὶ χαίρουνται ὅλα τὰ καλὰ καὶ τ᾿ ἀγαθά, μ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ἔχουνε τὴ δική σου τὴν ἀξιωσύνη; Κοίταξε τὴ φτώχειά σου, κι ἂν δὲν λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, λυπήσου τὴν καϋμένη τὴ γυναίκα σου, τὸ φτωχὸ τὸ παιδί σου, ποὺ ὑποφέρνουνε ἀπὸ σένα! Ἄλλη φορὰ τὸν ἄκουγα, μὲ ὅλο ποὺ δὲν ἔκανα ὅ,τι μοῦ ῾λεγε, μὰ τώρα τὸν ἄφησα νὰ λέγει χωρὶς νὰ τὸν ἀκούω ὁλότελα. Ἐμένα ὁ νοῦς μου ἤτανε σὲ κείνους τοὺς θλιμμένους καὶ τοὺς βασανισμένους, ποὺ δὲν ἔχουνε ἐλπίδα, καὶ σὲ κείνους ποὺ τρώγανε καὶ πίνανε κείνη τὴ νύχτα, καὶ χορεύανε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουνε ντροπή, καὶ σὲ κείνους ποὺ μαζεύουνε πλούτη κι ἀδιαφόρετα πράγματα ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ τ᾿ ἀποχωριστοῦνε σὰν σιμώσει ὁ θάνατος, καὶ ποὺ καταγίνουνται νὰ δέσουνε τὸν ἑαυτό τους μὲ πιὸ πολλὰ σκοινιά, ἀντὶς νὰ τὰ λιγοστέψουνε. Ἐπειδὴς οἱ δύστυχοι εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ μέσα τους κι ἀδειανοὶ καὶ τρεμάμενοι καὶ θέλουνε νὰ ζεσταθοῦνε καὶ ρίχνουνε ἀπὸ πάνω τοὺς ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, σὰν τὸν θερμασμένο ποὺ ρίχνει ἀπάνω του παπλώματα καὶ ροῦχα, δίχως νὰ ζεσταθεῖ. Λογαριάζω πὼς οἱ σημερινοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ φτωχοὶ στὸ ἀπομέσα πλοῦτος, γιὰ νά ῾χουν ἀνάγκη ἀπὸ τόσα πολλὰ μάταια πράγματα. Αὐτὰ ποὺ λένε χαρὲς καὶ ἡδονές, τὰ δοκίμασα κ᾿ ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος, καὶ πίστευα κ᾿ ἐγὼ πὼς ἤτανε στ᾿ ἀλήθεια χαρὰ κ᾿ εὐτυχία. Μὰ γλήγορα κατάλαβα πὼς ἤτανε ψευστιὲς καὶ φαντασίες ἀσύστατες, καὶ πὼς χοντραίνουνε τὴν ψυχὴ καὶ στραβώνουνε τὰ πνευματικά της μάτια καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ, καὶ γίνεται κακιὰ κι ἀλύπητη στὸν πόνο τ᾿ ἀδερφοῦ της, ἀδιάντροπη, ἀκατάδεχτη, ἄθεη, θυμώτρα, αἱμοβόρα.
Ὅσοι εἶναι σκλάβοι στὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ τους δὲν ἔχουνε ἀληθινὴ χαρά, γιατὶ δὲν ἔχουνε εἰρήνη· γιὰ τοῦτο θέλουνε νὰ βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα καὶ νὰ ζαλίζουνται, ὥστε νὰ θαρροῦνε πὼς εἶναι φτυχισμένοι. Ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ μία ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς ποὺ τὶς ἀξιώνουνται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό, Κύριε καὶ Θεὲ καὶ Πατέρα μου, καλότυχος ὅποιος ἔκανε σκαλούνια ἀπὸ τὴ φτώχεια, κι ἀπὸ τὰ βάσανα, κι ἀπὸ τὴν καταφρόνεση τοῦ κόσμου, γιὰ ν᾿ ἀνεβεῖ σὲ Σένα. Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔνοιωσε τὴν ἀδυναμία του ἀληθινά· ὅσο γλήγορα τὸ κατάλαβε, τόσο πιὸ γλήγορα θὰν ἀπογευτεῖ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ θρέφει κι ἀπὸ τὸ κρασὶ ποὺ δυναμώνει, ἂν ἔχει τὴν πίστη του σὲ Σένα· ἀλλιῶς θὰ γκρεμνιστεῖ στὸ βάραθρο τῆς ἀπελπισίας. Μὲ τί λόγια νὰ φχαριστήσω τὸν Κύριό μου, ποὺ ἤμουνα χαμένος καὶ μὲ χεροκράτησε, στραβὸς καὶ μ᾿ ἔκανε νὰ βλέπω; Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὴν λύπη μου σὲ χαρά. «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπ᾿ Αὐτόν»!
*
Ἀδέρφια μου, δῶστε προσοχὴ στὰ λόγια μου! Ἔτσι ποὺ βλέπετε, ἔβλεπα κ᾿ ἐγώ, καὶ θαρροῦσα πὼς ἔβλεπα· μὰ τώρα κατάλαβα πὼς ἤμουνα στραβὸς καὶ κουφὸς καὶ ποδαγρός. Μετὰ χαρᾶς δέχουμε κάθε κακοπάθηση, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἀνοίγουνε τὰ μάτια στὸ ἀληθινὸ τὸ φῶς, μήτε τ᾿ αὐτιὰ ἀκοῦνε τὰ καλὰ μηνύματα, μήτε τὰ πόδια περπατᾶνε στὸ δρόμο ποὺ πάγει ἐκεῖ ὁποῦ εἶναι ἡ αἰώνια πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνε εἰρήνη κι ἀνάπαψη οἱ ἀγαπημένοι του. Ὅποιος δὲν καταλάβει πὼς εἶναι ἀπροστάτευτος κ᾿ ἔρημος στὸν κόσμο τοῦτον, δὲν θὰ ταπεινωθεῖ: κι ὅποιος δὲν ταπεινωθεῖ, δὲν θὰ ἐλεηθεῖ. Ἡ λύπη τῆς διάνοιάς μας σιμώνει στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλω καμμιὰ καλοπέραση· καρδιὰ συντριμμένη.
Αὐτὰ κι ἄλλα πολλὰ ἀναβρύζανε ἀπὸ μέσα μου κείνη τὴ νύχτα, καὶ τὰ μάτια μου τρέχανε. Δὲν ἤξερε τί συλλογίζουμαι κανένας ἄνθρωπος, ἐκεῖ ποὺ ἤμουνα τρυπωμένος, στὸ κουβούκλι μου, οὔτε κἂν ἡ Μαρία ποὺ κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ὁ βοριὰς ἔκανε μεγάλη ταραχὴ ἀπ᾿ ὄξω, τὰ δέντρα ἀναστενάζανε, θαρροῦσες πὼς κλαίγανε καὶ πῶς παρακαλούσανε ν᾿ ἀνοίξω νὰ μποῦνε μέσα νὰ προστατευτοῦνε. Τὸ καντήλι ἔρριχνε τὸ χρυσοκέρινο φέγγος του ἀπάνου στὰ κονίσματα καὶ στ᾿ ἀσημωμένο Εὐαγγέλιο. Δόξα σοι ὁ Θεός, καλὰ ἤμαστε! Μακάριος εἶναι ὅποιος εἶναι ξεχασμένος. Ὁ κόσμος παραπέρα γλεντᾶ, χορεύει, κάνει ἁμαρτίες μὲ τὶς γυναῖκες, παίζει χαρτιά. Ὁ δυστυχής, γιορτάζει τὸν θάνατο τοῦ κορμιοῦ του, ποὺ κάνει τόσα γιὰ νὰ τὸ φχαριστήσει. Λὲς πὼς κερδίσανε τὴν ἀθανασία, τώρα ποὺ ἦρθε ὁ καινούριος χρόνος, ἀντὶς νὰ κλάψουνε πὼς σιμώνουνε ὁλοένα στὸ τέλος αὐτῆς τῆς πονηρῆς ζωῆς. «Πάτερ ἅφες αὐτοίς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Τί κάνουνε; Ποῦ πᾶνε; Σὲ λίγο θὰ καταντήσουνε τὰ κόκκαλά τους σὰν λιθάρια ἄψυχα, θὰ γκρεμνιστοῦνε τὰ παλάτια τους, θὰ σβήσει καὶ ὅλη τούτη ἡ ὀχλοβοὴ κι᾿ ἡ φωτοχυσία, σὰν κάποιο πράγμα ποὺ δὲν γίνηκε ποτές. Ὦ κατάδικοι, τί ξεγελιόσαστε; «Ἵνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος;»
Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950

Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Ιθάκη


Σατραπεία (Καβάφης)


Όσο μπορείς (Αρχείο Καβάφη)

Όσο μπορείς (Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ)


Μεταθανάτια συνέντευξη με έναν Χίτλερ


Άσκηση: Φαντάσου ότι είσαι ο Χίτλερ σήμερα.Τι θα έλεγες σε μια σημερινή συνέντευξη;

Αρχαιοπρεπείς εκφράσεις στον καθημερινό λόγο!

Αρχαιοπρεπείς φράσεις που χρησιμοποιούμε στον καθημερινό μας λόγο και η σημασία τους.  

ἀβρόχοις ποσίν : με στεγνά πόδια, χωρίς κόπο (μεταφορικά)
ἂβυσσος ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου : ανεξερεύνητη η ψυχή του ανθρώπου
ἂγνωστοι αἱ βουλαί τοῦ Ὑψίστου : άγνωστες οι σκέψεις του Θεού
ἂγομαι καί φέρομαι : καθοδηγούμαι, παρασύρομαι
ἀγρόν ἠγόρασε : αδιαφόρησε, δεν ενδιαφέρθηκε
(ἐν) ἀδαμιαίᾳ περιβολῇ : ολόγυμνος
ἀδήριτος ἀνάγκη : επιτακτική, άμεση ανάγκη
αἰδώς Ἀργεῖοι : ντροπή, κύριοι ! χρειάζεται και λίγο φιλότιμο !
αἰέν ἀριστεύειν : πάντοτε να είσαι πρώτος
αἰχμή δόρατος : το δυνατότερο σημείο, το ισχυρότερο ατού
ἂκουσον, ἂκουσον : τι θράσος, τι αναίδεια !
ἂκρον ἂωτον : αποκορύφωμα
ἀλήστου μνήμης : αλησμόνητος, αξέχαστος (ειρωνικά συνήθως)
ἂλλοθι : αλλού – δικαιολογία, ελαφρυντικό (μτφ)
ἅμα τῇ ἐμφανίσει (γενέσει κ.α.) : με την εμφάνιση ….
ἀμαχητί : χωρίς μάχη, χωρίς αντίσταση
ἅμ’ ἒπος ἅμ’ ἒργον : μόλις το είπε και το έκανε
ἀμισθί : χωρίς μισθό
ἂμοιρος εὐθυνῶν : χωρίς ευθύνη
ἀνάγκᾳ καί θεοί πείθονται : στην ανάγκη υποκύπτουν ακόμη και θεοί
ἀνακρούω πρύμναν : οπισθοχωρώ
ἀνάστα ὁ Κύριος : χαμός, φασαρία (μτφ)
ἀναφανδόν : φανερά
ἀνεπιστρεπτί : χωρίς επιστροφή
ἂνευ χαρτοφυλακίου : υπουργός χωρίς υπουργείο
ἀνήκεστος βλάβη : αθεράπευτη βλάβη
ἂνθρακες ὁ θησαυρός : ο θησαυρός αποδείχτηκε ασήμαντος
ἀντίπαλον δέος : αντίπαλος ίσης αξίας που εξασφαλίζει την ισορροπία
ἀντί πινακίου φακῆς : για ένα ασήμαντο ποσό
ἂνω ποταμῶν : εξωφρενικός, παράλογος
ἀνωτέρα βία : εξωτερικός εξαναγκασμός
ἂπαγε τῆς βλασφημίας : μη το πεις αυτό (γιατί θα είναι βλασφημία)
ἀπ’ ἂκρου εἰς ἂκρον : παντού
ἅπαξ διά παντός : μια για πάντα
ἀπείρου κάλλους : απαράδεκτα πράγματα
ἀπ’ ἐναντίας : αντίθετα
ἀπεταξάμην τόν Σατανᾶν : για πρόσωπο ή συνήθεια που εγκαταλείψαμε ή απαρνηθήκαμε (από το μυστήριο της βάφτισης)
ἀπευκταῖον : δυσάρεστο, συμφορά
ἀπέχω παρασάγγας : απέχω πάρα πολύ
ἀπνευστί : χωρίς αναπνοή, μονορούφι
ἀπό ἀμνημονεύτων χρόνων : από τα αρχαιότατα χρόνια
ἀποδημῶ εἰς Κύριον : πεθαίνω
ἀποδιοπομπαῖος τράγος : εξιλαστήριο θύμα, αυτός που φορτώνεται τις ευθύνες των άλλων
ἀποκηρύσσω μετά βδελυγμίας : αποδοκιμάζω κάτι με αηδία
ἀποκύημα φαντασίας : δημιούργημα φαντασίας, ψέμα
ἀπολωλός πρόβατον : παραστρατημένος, αυτός που βγήκε από το δρόμο του Θεού
πολλές ακόμα στην πηγή μας: stratilio/archives

Εμείς είμαστε ο αφέντης λαός (Δ. Μητροπάνος)


Πώς να πιάσετε δουλειά στην Ελλάδα!


Αμφισβήτησε την εξουσία τους!


Μνημοτεχνική του χώρου

Μνημοτεχνική χώρου ή μέθοδος των θέσεων. Κατάθεση εμπειρίας...



Οι μνημονικές τεχνικές είναι διάφορες συνειδητές ενέργειες που υιοθετεί το άτομο προκειμένου να καταστήσει τη μνημονική του λειτουργία  περισσότερο αποτελεσματική, έτσι ώστε να επιτευχθεί η διατήρηση των πληροφοριών στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Ουσιαστικά πρόκειται για τη «μεταμφίεση» των πληροφοριών  με άλλο «ένδυμα», έτσι ώστε να γίνει πιο εύκολη η συγκράτησή τους από το άτομο. Επομένως, οι πληροφορίες μέσω των μνημονικών τεχνικών που περιλαμβάνονται στις εσωτερικές μνημονικές στρατηγικές αποκωδικοποιούνται, οργανώνονται και συγκρατιούνται. Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τα παραπάνω προσπάθησα να εφαρμόσω τη μέθοδο των θέσεων ή της  μνημοτεχνικής του χώρου στο μάθημα της ιστορίας, στην ενότητα του Μυκηναϊκού πολιτισμού στο μοναδικό τμήμα της Α΄ γυμνασίου αποτελούμενο από τέσσερα παιδιά στο χωριό Κερασοχώρι του νομού Ευρυτανίας. Στο πρώτο μάθημα αυτής της εβδομάδας προσπάθησα να εξηγήσω στα παιδιά ότι πρόκειται για μια τεχνική που μας βοηθάει να θυμόμαστε πληροφορίες, αφού πρώτα τις συνδέσουμε με οικείους χώρους.
  Επιθυμώντας, λοιπόν, να τους διδάξω από πού αντλούμε πληροφορίες για τον μυκηναϊκό πολιτισμό, κάλεσα τους τέσσερις μαθητές μου να κλείσουν τα μάτια τους και να φανταστούν το εξής: «Φανταστείτε ότι είστε στο σπίτι σας. Στο καναπέ τους σπιτιού σας κάθεται ένας άνθρωπος πολύ σοβαρός, δίπλα στο πορτατίφ έχει αφήσει το ραβδί του. Ονομάζεται  Όμηρος. Γράφει και απαγγέλει συνέχεια κάτι ποιήματα. Εσείς ,κρυφά τον παρακολουθείτε και βλέπετε ότι αυτή τη στιγμή έχει στην άκρη του τραπεζιού δύο πολύστιχα ποιήματα με τους τίτλους «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια». Η μέρα είναι ηλιόλουστη. Στρέφετε το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Παντού έλατα και στον κήπο σας υπάρχει ένας κηπουρός που σκάβει ακατάπαυστα. Η μαμά σας τον φωνάζει Ερρίκο, εσείς κύριε Σλήμαν. Τον συμπαθείτε πολύ, γιατί είναι έμπειρος στις ανασκαφές , αφού πριν από εσάς είχε πάει στις Μυκήνες και κατόρθωσε να βρει «σκάβοντας» πολλά ευρήματα και έφερε στο φως πολλές γνώσεις που είχε θάψει στο χώμα ο χρόνος. Πολύ άξιος ο κύριος Σλήμαν! Να! Ο κύριος Σλήμαν κάτι πάλι βρήκε. Τρέχοντας έρχεται και σας δίνει κάτι σαν πήλινες επιγραφές που βρήκε τώρα μόλις στο κήπος σας.  Στο δωμάτιο σας βρίσκονται δύο φιλαράκια σας από την Αγγλία, ο Μάικλ Βέντρις και ο Τζων Τσάντγουικ που τους αρέσει πολύ η ιστορία. Μόλις βλέπουν τις πήλινες επιγραφές πέφτουν με τα μούτρα να τις μελετήσουν. Προσπαθούν να «διαβάσουν» μια αλλόκοτη παλιά γραφή από έναν ελληνικό λαό με το όνομα Μυκηναίοι. Μιλούν, γελούν , ανταλλάσσουν απόψεις και σου εξηγούν για αυτή την αλλόκοτη γραφή που ονομάζεται Γραμμική Β΄».  Μετά το πέρας της αφήγησής μου οι μαθητές άνοιξαν τα μάτια τους με ζωγραφισμένα χαμόγελα στα πρόσωπά τους. Μου εξέφρασαν θετικότατα σχόλια φανερά εντυπωσιασμένοι .  Προχώρησα τη διδασκαλία μου σκόπιμα και έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα-ενός εικοσάλεπτου-επέστρεψα στο ερώτημα με την πρόφαση ανακεφαλαίωσης: « Από πού αντλούμε πληροφορίες για το Μυκηναϊκό Πολιτισμό;». Ήταν εντυπωσιακό αυτό που συνέβη. Από τους τέσσερις μαθητές μου, οι τρεις(3) χρησιμοποιώντας δικά τους λόγια απάντησαν στην ερώτηση ανακαλώντας, όπως μου είπαν, την ιστορία που τους περιέγραψα  και επισκεπτόμενοι νοερά το χώρο που τους παρουσίασα νωρίτερα. Απάντησαν ότι οι πηγές άντλησης πληροφοριών για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό αποτελούν τα ομηρικά έπη, οι ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν και η αποκρυπτογράφηση των πινακίδων της Γραμμικής Β΄ από τους Μάικλ Βέντρις και Τζων Τσάντγουικ.  Την Παρασκευή, ήταν η δεύτερη ώρα παράδοσης του μαθήματος για αυτή την εβδομάδα. Στα πλαίσια αξιολόγησης και οι τέσσερις μαθητές μου απάντησαν με ευχέρεια στην ερώτηση και μάλιστα εξέφρασαν την επιθυμία να εφαρμόσουμε αυτήν την τεχνική και σήμερα που τους δίδαξα τα δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Αυτή τη φορά τους παρότρυνα να εργαστούν μόνοι στο σπίτι τους χρησιμοποιώντας τη μνημοτεχνική του χώρου και να μου παρουσιάσουν την προσπάθειά τους στο επόμενο μάθημα.

Ο Παρθενώνας (του Κώστα Γαβρά)



Άσκηση: Πώς αισθάνθηκες βλέποντας το βιντεάκι; Να καταγράψεις τις σκέψεις που έκανες.

O ανυπόμονος-ο παπαγάλος (Ζ. Παπαντωνίου)

Ὁ ἀνυπόμονος

Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσα
καὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,
ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλι
μὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;
καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!
Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;
Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!
Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,
θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσω
στὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέρος
στρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».
Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:
«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»


Ὁ παπαγάλος

Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέρα
ὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:
«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικὰ
τὶ κάθομαι ἐδῶ πέρα!»
Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ
καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,
γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
καὶ τοὺς λέει: καλησπέρα!
Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τὶ διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!
Θἆναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,
ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!
Ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του νἄχει φέρει,
μὲ τὶ σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσα
νὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλώσσα!
«Κυρ-παπαγάλε, θἄχουμε τὴν τύχη
ν᾿ ἀκούσουμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»
Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μὰ τὶ νὰ πεῖ; Ξανάπε: καλησπέρα!

Αυξέντιος Καλαγκός (Ο γιατρός των φτωχών παιδιών)

Αυξέντιος Καλαγκός, ο γιατρός των φτωχών παιδιών

Εάν δεv πιστεύετε, μπείτε στο Google βάλτε το όνομα του και σε 6” θα κατέβουν 72500 καταχωρήσεις με το όνομα του… O γιατρός των φτωχών παιδιών. Τα τελευταία έντεκα χρόνια έχει δώσει ζωή σε 9.000 παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μοναδική του αμοιβή, το χαμόγελο που ξαναγεννήθηκε στα χείλη τους. Ο καρδιοχειρουργός Αυξέντιος Καλαγκός, ο καλύτερος μαθητής του Μαγκντί Γιακούμπ, αποτελεί ένα ζωντανό μήνυμα ελπίδας ότι η ανθρωπιά δεν έχει χαθεί. Το όνομά του έχει συνδεθεί με τη σωτηρία πολλών καρδιοπαθών στο Λίβανο, στη Γεωργία, στη Σερβία, στην Κύπρο, στην Ινδία, στο Μαρόκο, στην Αλγερία, στο Μαυρίκιο, στη Μοζαμβίκη, στην Ερυθραία, στο Κιργιστάν, στη Μαδαγασκάρη, στη Βενεζουέλα, στην Ουκρανία και στην Μποτσουάνα. Ο Ελληνας καρδιοχειρουργός Αυξέντιος Καλαγκός δεν απέκτησε τυχαία τον τίτλο του «γιατρού των φτωχών παιδιών». Στα 23 του αποφοίτησε από την Αμερικανική Ιατρική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στα 40 του έγινε τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Αργότερα ήταν ο καλύτερος μαθητής του κορυφαίου καρδιοχειρουργού Μαγκντί Γιακούμπ. Ιδρυτής του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Καρδιές για όλους», ο Έλληνας γιατρός από την Πόλη μαζί με την ομάδα του δεν κάνει τίποτα άλλο από το να χειρουργεί καθημερινά δωρεάν όλα τα παιδιά στις φτωχές συνοικίες του κόσμου, μόνο και μόνο για να ξαναδεί το χαμόγελο στα χείλη τους. «Μπορεί να ακουστεί κοινότυπο, αλλά είναι αλήθεια: η μόνη μου ανταμοιβή είναι το χαμόγελο των παιδιών που έχω σώσει και η χαρά που νιώθουν οι οικογένειές τους. Αυτά μου αρκούν» λέει περήφανος. Οπουδήποτε στο κόσμο κι αν τον χρειαστούν, δηλώνει παρών. Δουλεύει δεκαοχτώ ώρες τη μέρα, όμως όπως λέει δεν κοιτάει ποτέ το ρολόι του. Οταν ταξιδεύω για φιλανθρωπικό σκοπό, είμαι ικανός να χειρουργήσω περίπου πενήντα περιστατικά μέσα σσε δέκα μέρες, για να αυξήσω τον αριθμό των παιδιών που περιμένουν μήνες και χρόνια να υποβληθούν σε επέμβαση. Υπερβαίνω τις δυνάμεις μου. Δουλεύω περίπου δεκαοχτώ ώρες την ημέρα και τα Σαββατοκύριακα». «Πιστεύω στον Θεό» Ο πρώτος άνθρωπος που του έδειξε το δρόμο της φιλανθρωπίας ήταν -όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος- ο πατέρας του, κορυφαίος παθολόγος στην Κωνσταντινούπολη: «Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι ότι ο πατέρας μου μου έλεγε να αφουγκράζομαι τον πόνο των ανθρώπων και ειδικά αυτών που ζούνε στη φτώχεια». Τον ρωτάμε αν πιστεύει στον Θεό. Αν έχει κάποια βάση αυτό που λέμε όταν κινδυνεύει κάποιος δικός μας άνθρωπος: «Ο Θεός να βάλει το χέρι του». Η απάντησή του είναι αφοπλιστική: «Πρέπει να ξέρετε πως κάθε φορά που χειρουργώ πάνω από το χειρουργικό τραπέζι δεν κάνω τίποτα άλλο από το να επικαλούμαι τον Θεό». Και συνεχίζει συγκινημένος: «Αμέσως μετά, όταν όλα πάνε καλά, σε κάθε ευκαιρία θαυμάζω το έργο του Θεού πάνω σε μας τους ανθρώπους. Ναι, λοιπόν, πιστεύω στον Θεό. Άλλωστε, ο παππούς μου ήταν ιερέας». Έρχεται όμως κάποια στιγμή στη ζωή, όπως μας λέει ο κ. Καλανγκός, που όλοι οι άνθρωποι νιώθουν πως κάποια πράγματα είναι υπεράνω των δυνάμεών τους: «Θυμάμαι πριν από εννιά χρόνια είχα χειρουργήσει ένα δύσκολο περιστατικό στη Μοζαμβίκη. Ένα παιδί 3 ετών με καρδιακή ανεπάρκεια, το οποίο όμως απεβίωσε τρεις ημέρες μετά την επέμβαση και ενώ νοσηλευόταν στην εντατική μονάδα. Οταν πήγα να συζητήσω τις αιτίες του θανάτου με τη μητέρα του, έμαθα έκπληκτος ότι αυτή η γυναίκα ήταν έγκυος 7 μηνών και μόλις πριν από δύο μήνες είχε χάσει και τον σύζυγό της. Είχε, λοιπόν, πουλήσει τα πάντα για να μπορέσει να μεταφέρει το άρρωστο παιδί της από το χωριό στην πρωτεύουσα, στο ιατρικό μας κέντρο, ενώ ταυτόχρονα την είχαν εγκαταλείψει φίλοι και συγγενείς. Το κλάμα και ο πόνος αυτής της γυναίκας που δεν είχε χρήματα ούτε για να θάψει το παιδί της με έκαναν να καταλάβω, με τον πιο σκληρό τρόπο, τι σημαίνει ζωή. Της έδωσα αμέσως όλα μου τα χρήματα, όλο μου το μισθό και ζήτησα από τον διευθυντή του ιατρικού κέντρου να της δώσει δουλειά στο μαγειρείο της μονάδας, όπως και έγινε. Σήμερα είναι ευτυχισμένη. Γέννησε τελικά δύο παιδάκια και συνεχίζει μέχρι σήμερα να δουλεύει στο ίδιο κέντρο. Είναι αυτές οι συνθήκες στις χώρες του Τρίτου Κόσμου που μου δίνουν την εντύπωση πως ορισμένα πράγματα εξακολουθούν να είναι “υπεράνω των δυνάμεών μου”, όμως ποτέ δεν λυγίζω. Βέβαια, για να αλλάξουν οι συνθήκες ζωής και το βιοτικό επίπεδο σε αυτές τις χώρες πρέπει οι μεγάλες δυνάμεις να δουν διαφορετικά τις αιτίες της φτώχειας». Η ευτυχία της προσφοράς Παρά το γεγονός ότι έχει βραβευτεί δεκάδες φορές από διεθνείς οργανισμούς και ιδρύματα, όπως ο ίδιος λέει, δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο τις συνήθειές του και το χαρακτήρα του: «Σας λέω μετά λόγου γνώσεως πως όλα αυτά τα χρόνια όσο ακριβώς προχώρησα σε επιστημονικό και σε φιλανθρωπικό επίπεδο, άλλο τόσο προσπαθώ να είμαι ταπεινός, και αυτό είναι το μεγαλύτερο ιδανικό στη ζωή». Τι κι αν έχει θυσιάσει το χρόνο του και την οικογενειακή του ζωή; Εκείνο που έχει σημασία -όπως λέει- είναι να είσαι χρήσιμος για τον διπλανό σου. Αυτό προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει και στα δύο παιδιά του – τις ελάχιστες ώρες που είναι κοντά τους. Ομως, ο Αυξέντιος Καλαγκός δεν έχει μόνο τον Κωνσταντίνο και τον Αλέξανδρο. Έχει σαν παιδιά του 9.000 φτωχά αγγελούδια που δεν είχαν πρόσβαση στη δημόσια και δωρεάν υγεία των χωρών που ζούσαν, στα οποία χάρισε αφιλοκερδώς το δικαίωμα να αναπνέουν και να μπορεί η καρδούλα τους να χτυπάει κανονικά. Συνεχιστές του φιλανθρωπικού και του επιστημονικού έργου του ευτυχώς -όπως λέει- υπάρχουν. ΑΝ ΡΩΤΗΣΟΥΜΕ 1000 ΑΤΟΜΑ ΟΛΟΙ ΞΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΜΕΝΕΓΑΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΖΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΑΝΩΦΕΛΗ ΑΤΟΜΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΑΧΛΟΦΑΤΣΕΣ ΕΝΩ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ ΓΙΑΤΡΟ ΔΕΝ ΤΟΝ ΞΕΡΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ MAΣ.. ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ; ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΧΑΥΝΩΣΗΣ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ Ή ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ;