ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ - ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ - 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Η ομιλία μου στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 (2014)


Εγκύκλιος μόνιμων διορισμών 2014 - 2015 (κι όμως βγήκε!)



Είσαι ακόμα αδιόριστος; Αλλάζεις σπίτι πιο συχνά κι από εσώρουχα; Είσαι από 22 έως 87 ετών; Τώρα έχεις την ευκαιρία να μπεις στον μεγάλο διαγωνισμό του Υπουργείου Παιδείας και μπορεί να είσαι ΕΣΥ ο ένας (1) και μοναδικός σούπερ νικητής!


Όροι συμμετοχής:
Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι οι κακόμοιροι:
• που έχουν συγκεντρώσει πάνω από 450 μόρια από την περιοδεία 
τους σε όλη την Ελλάδα.
• που δεν έχουν οικογένεια και φυσικά δε σκοπεύουν να αποκτήσουν.
• που αντέχουν σε συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης.
• που μπορούν να βγάλουν τον μήνα με 670 ευρώ (στην τιμή δεν 
περιλαμβάνεται διαμονή, διατροφή, θέρμανση, μεταφορικά και άλλα 
έξοδα πολυτελείας).
• που είναι φυσιολάτρες και δεν έχουν υψοφοβία.

Έπαθλο:
Ο νικητής κερδίζει διαμονή τουλάχιστον 2 ετών σε κάποιο όμορφο και απομακρυσμένο χωριό της ορεινής ή νησιωτικής Ελλάδας (το όνομα του τόπου θα ανακοινωθεί μια μέρα πριν την αναχώρηση). Θα είναι ελεύθερος να ασκεί το επάγγελμα του δασκάλου, του διευθυντή, του προέδρου της σχολικής επιτροπής, του ηλεκτρολόγου, της καθαρίστριας, του διαιτητή και να καταπιάνεται με πολλές άλλες ευχάριστες και δημιουργικές ασχολίες. Με το επίδομα των 670 ευρώ τον μήνα θα του δίνεται η δυνατότητα να νιώθει την αδρεναλίνη στα ύψη καθώς θα πασχίζει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα για την επιστροφή του κάποτε στον τόπο κατοικίας του. (με την ολοκλήρωση των 2 ετών το Υπουργείο δε φέρει την παραμικρή ευθύνη για τη μετέπειτα πορεία του νικητή).

Σημειώσεις:
Τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις 31 Αυγούστου και ώρα 23:00 ενώ ο νικητής οφείλει να παρουσιαστεί στον τόπο εργασίας του την 1η Σεπτεμβρίου και ώρα 8:00 (σε περίπτωση που ο νικητής κατάγεται από το Ορμένιο του Έβρου ή από τη Γαύδο των Χανίων έχει διορία μέχρι τις 8:20).

Σε περίπτωση που ο νικητής αρνηθεί την πρόσληψη ή δεν εμφανιστεί στην εργασία του, τότε:
- Διαγράφεται επ’ άπειρον από όλους τους πίνακες που υπάρχουν.
- Το σπίτι του κατάσχεται.
- Ο/Η σύντροφός του/της παραδίδεται στην Πάολα ή στον Παντελίδη 
αντίστοιχα.
- Αποκεφαλίζεται δημόσια ως ένδειξη παραδειγματισμού.
Καλή επιτυχία! 

Χορηγοί: Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και ΑΝΤ1, γιατί τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα
(του ρου ρου ρουυυυ ρου)



(περσινό μου "παιδί" η εγκύκλιος αλλά κάτι μου λέει ότι θα ισχύσει και φέτος...)

Ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού

10 πράγματα που κάνει ένας δάσκαλος

1. Ο δάσκαλος…ξεκαθαρίζει τους ρόλους
Ο δάσκαλος πάντα βάζει ξεκάθαρους όρους. Εκείνος είναι ο δάσκαλος, η δουλειά του είναι να τους κάνει μάθημα και η δουλειά των παιδιών να μάθουν το μάθημά τους.
PD*248389962. Ο δάσκαλος θέτει όρια
Τα παιδιά πάντα δοκιμάζουν τα όρια μας. Όταν λοιπόν τα παιδιά κάνουν χαζά πράγματα οι δάσκαλοι τα κοιτάζουν απλώς στα μάτια.
3. Ο δάσκαλος έχει ξεκαθαρισμένο μέσα του ότι δεν είναι φίλος με τα παιδιά
Αν ήταν έτσι θα τον φώναζαν Γιώργο ή Μαρία κι όχι «κύριο» και «κυρία». Το ίδιο ξεκαθαρίστε κι εσείς μέσα σας. Τα παιδιά έχουν ήδη φίλους, γονείς χρειάζονται

4. Ο δάσκαλος δεν υψώνει τη φωνή στην τάξη
Γιατί ξέρει ότι όσο δυνατά και να φωνάξει τα παιδιά πάντα μπορούν να φωνάξουν δυνατότερα. Κάντε το κι εσείς: Μιλήστε χαμηλόφωνα, χωρίς κορώνες και εξάρσεις στη φωνή. Αν χρειαστεί να φωνάξετε για να επιβάλετε την τάξη, μην το κάνετε παραπάνω από μια φορά την ημέρα.
5. Ο δάσκαλος απασχολεί δημιουργικά τα παιδιά
Γιατί ξέρει ότι αν είναι απασχολημένα δεν θα κάνουν φασαρία.
6. Ο δάσκαλος ξέρει να επιβραβεύει το φιλότιμο των παιδιών
Πάντα οι δάσκαλοι επαινούν την τάξη τους και δεν παραλείπουν να πουν στα παιδιά πόσο περήφανοι είναι γι’ αυτά, ότι είναι παιδιά με προοπτική και ότι μπορούν να γίνουν ότι θελήσουν στη ζωή τους.Δοκιμάστε την επιβράβευση και τον έπαινο και θα δείτε τη διαφορά!
7. Ο δάσκαλος δεν φοβάται να πει «δεν ξέρω»
Και τα παιδιά το εκτιμούν αυτό. Αυτό που χρειάζονται δεν είναι ανθρώπους ξερόλες, αλλά αληθινούς ανθρώπους γύρω τους
8. Ο δάσκαλος ξέρει ότι η εκπαίδευση ενός παιδιού είναι λειτούργημα
Όπως άλλωστε και η μητρότητα και η ανατροφή του επίσης 
9. Ο δάσκαλος ξέρει τη σημασία των σωστών προτύπων
Η αυτοπειθαρχία του δασκάλου είναι πρότυπο προς αντιγραφή. Το ίδιο και του γονιού
10. Ο δάσκαλος χρησιμοποιεί θετικά και υγιή μηνύματα για να διορθώσει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά
Για παράδειγμα αποφεύγει τους  μειωτικούς χαρακτηρισμούς και αναφέρονται στην πράξη και όχι στην προσωπικότητα του παιδιού. Οι χαρακτηρισμοί στην προσωπικότητα παγιώνουν τις αρνητικές συμπεριφορές.

Γελοιογραφίες του '40

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940

Από το Ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη
Δευτέρα, 28.
   Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυ­γιάννη. Στις τρεις
και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: « Έχουμε πόλεμο.» Τίποτε άλλο, ό κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, πού λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακό­μη εκεί πού την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, άλλα ξέρω πώς θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
  Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρα­τεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της “Αγγλίας.
  Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στό Υπουργείο Εξω­τερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος και ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τη­λεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή.
  Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ό Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο Υπουργείο Τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ' ένα παράξενο μυ­στήριο χυμένο στο πρόσωπο της. Έγραψα μαζί με τον Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη, πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφο­μηχανή μου. Η Μαρώ μου είχε ετοιμάσει καφέ. γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες...
  Στη γωνιά Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο.
  Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας». Ο βασιλιάς, με ύφος νέου αξιωματικού υπό­γραψε το διάγγελμα του και φύγαμε.
  Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:
- Είστε βέβαιος; και των Γερμανών;
- Και των Γερμανών, είπα.
- Τι δικαιολογία να δώσουμε; Δεν έχω καιρό για συζητήσεις :
- Πέστε τους πώς είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα.
... Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «’Αλα Λιτόρια»….

Τα δάκρυα της δασκάλας:διήγημα της Λότης Πέτροβιτς για τη Γερμανική Κατοχή.

"..... Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. 'Ηταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά.


   Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. «Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου. «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;» «Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου», δήλωσα ορθά κοφτά. «Το ίδιο κι εγώ», φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου.
  Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο. Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή. 'Ωσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. "Γλυκόζη" το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους.
  ΄Ενα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Τι συμβαίνει παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.
  Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά. «Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του– “πειραχτήρης” ήταν το παρατσούκλι του - να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του. Ο άλλος έγνεψε "ναι". Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ' αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή.
   Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. 'Υστερα τ' αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι.
  'Οταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα. Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι. «Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα. «Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη», χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!»
  Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι… Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της... 'Υστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα.
  «Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ' όνομα του Θεού!», είπε ξέπνοα. «Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είν’ αμαρτία!» Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε...
   Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!» Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε... "

Απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου : Ο καιρός της σοκολάτας

Η Τρίτη Γυμνασίου και οι εξωγήινοι

Τι περιμένουμε από μια Τρίτη Γυμνασίου στην Ιστορία; Πόσο λογικό και φυσικό είναι να κατανοούν ένα δύσκολο βιβλίο, να χρησιμοποιούν ιστορική ορολογία, να μαθαίνουν τα σημαντικά σημεία, χωρίς να παπαγαλίζουν, να είναι σε θέση να κρίνουν γεγονότα και πρόσωπα και να αντιλαμβάνονται την ιστορική συνέχεια ως παρόν και μέλλον; Τι είδους δεξιότητες απαιτούν αυτοί οι στόχοι; Κατανόηση κειμένου, κατοχή λεξιλογίου υψηλού επιπέδου, κριτική και αφαιρετική ικανότητα, προφορική και γραπτή έκφραση, τουλάχιστον μετρίου επιπέδου, και όλα αυτά συνδυασμένα με ένα έστω μέτριο ενδιαφέρον για το μάθημα, που να εκδηλώνεται με στοιχειώδη προσοχή κατά τη διάρκειά του.
Όταν μπαίνεις σε μια τάξη που δεν έχει σχεδόν τίποτε από τα παραπάνω- εκτός ίσως από το τελευταίο- και τα πρώτα γραπτά τεστ είναι αποκαρδιωτικά, σίγουρα δεν ελπίζεις σε θαύματα. Ξέρεις ότι αυτά δεν κατακτώνται εύκολα και γρήγορα και σε περιμένει πολλή δουλειά και άλλες τόσες απογοητεύσεις. Περνάνε 3 μήνες με βήμα σημειωτόν, αλλάζεις τελείως όλες τις δοκιμασμένες μεθόδους, παραιτείσαι από όλες τις ευκολίες σου, γυρνάς στα απλά που δεν είναι απλά, στα αυτονόητα που δεν είναι αυτονόητα και πάλι είσαι στο ίδιο σημείο, στην Πρώτη μικρή, συλλαβίζοντας το λου και το α και ελπίζοντας να αξιωθείς τουλάχιστον να ακούσεις από τα "πρωτάκια" σου μια κανονική "ανάγνωση", έναν ιστορικό αλφαβητισμό, που λένε και οι ειδικοί.
Σε κάποια στιγμή έχεις τη φαεινή ιδέα να τους δείξεις μια εργασία κάποιας άλλης Τρίτης αρκετά χρόνια πριν, που είχε θέμα της την παιδική εργασία κατά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης. Κατά βάθος έχεις ενδοιασμούς. Μήπως τους κάνω να νιώσουν κατώτεροι; Μήπως έμμεσα τους υποδεικνύω πώς είναι μια "καλή" Τρίτη Γυμνασίου στην Ιστορία; Ευτυχώς, δεν με σταμάτησαν αυτές οι σκέψεις.
Στην προβολή, ήταν όλο αυτιά και μάτια. Ζήτησαν και να χορέψουν με τους Πινκ Φλόιντ, τους το επέτρεψα με ενθουσιασμό, αλλά δεν κουνήθηκαν.
Μετά, ήρθε το απροειδοποίητο επαναληπτικό τεστ - ναι, ξέρω, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στη νομοθεσία, δική μου πατέντα είναι, για να δω τι θυμούνται, όταν ξεχάσουν αυτά που διδάχτηκαν και κρατάνε προαιρετικά τη βαθμολογία- πάνω στο Διαφωτισμό, την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση. Τα αποτελέσματα πάνω από τις προσδοκίες μου οπωσδήποτε, αλλά σε αναμενόμενα πλαίσια.
Αυτό που δεν ήταν καθόλου αναμενόμενο ήταν το τελευταίο μάθημα με θέμα την αποικιοκρατία. Ο διάλογος που αναπτύχθηκε, η ποιότητα των απαντήσεων, η κατάκτηση της ορολογίας στον προφορικό λόγο, η ευχέρεια με την οποία ανακαλούσαν προηγούμενη ύλη και οι συσχετισμοί με το σήμερα, μου έδωσαν την εντύπωση ότι εξωγήινοι απήγαγαν τους μαθητές μου και μου έφεραν άλλους, όπως ακριβώς τους είχα ονειρευτεί!
Ή μπορεί και η εξωγήινη να είμαι εγώ που δεν έμαθα ότι ακόμα κι αν μια τάξη σέρνεται, αν της βάλεις το κατάλληλο τραγούδι, μπορεί να ανακαλύψεις ότι πετάει. 

Ομαδικές ιστορίες

Αφορμή γι'αυτή την ανάρτηση, μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ συναδέλφων, σε ένα φιλόξενο wiki, για την ομαδική μέθοδο διδασκαλίας.
Ήτανε λοιπόν μια φορά μια τάξη, Β΄Γυμνασίου- τώρα αυτά τα παιδιά έχουν αρχίσει να κάνουν δικά τους παιδιά- που τους άρεσε να δουλεύουν με ομάδες την Ιλιάδα. Ήταν η πιο ξεκούραστη χρονιά μου γιατί παρακολουθούσα πολύ ωραία μαθήματα και έμαθα πολλά πράγματα. Εκείνη την εποχή αποκτήσαμε ως σχολείο με δωρεά μια βιντεοκάμερα. Την πήρε λοιπόν ένας συνάδελφος και άρχισε να παίζει. Έμπαινε στις τάξεις και βιντεοσκοπούσε. Μόλις τον έβλεπαν οι μαθητές ξεσηκώνονταν, φώναζαν, έπαιρναν πόζες. Πλήρης διάλυση. Μπαίνει και στη Β΄ Γυμνασίου, την ώρα που παρουσίαζε μια ομάδα και οι άλλες παρακολουθούσαν. Σαν να μην είχε μπει! Του έριξαν μια ματιά και γύρισαν στην παρουσίαση. Σχεδόν ως ενόχληση τον είδαν. Αν είχε σωθεί αυτό το βίντεο, δεν θα είχαμε χρεία άλλων μαρτύρων για την αξία της ομαδικής διδασκαλίας.
Το άλλο γεγονός  συνέβη σε ένα σχολείο της Αθήνας, στο μάθημα της ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου. Εκεί με ένα τμήμα είχαμε δουλέψει με ομάδες πολύ καλά για αρκετό καιρό, ώσπου ξέσπασε μια... επανάσταση. Ήρθαν και με βρήκαν κάποιοι καλοί μαθητές αγανακτισμένοι: "Κυρία, δεν θέλουμε να συνεχίσουμε με ομάδες. Κάποιοι δεν δουλεύουν καθόλου και μας κρεμάνε. Εμείς έτσι κι αλλιώς βγάζουμε όλη τη δουλειά." Τι να κάνω κι εγώ, μπαίνω στην τάξη και ανακοινώνω ότι δεν θα συνεχίσουμε με ομάδες, γιατί δεν συμφωνούν όλοι οι μαθητές. Σηκώνεται τότε ένας μαθητής, ένας από τους καλύτερους της τάξης, και παίρνει το λόγο: "Γιατί να σταματήσουμε; Είναι κακό να βοηθάμε τους πιο αδύνατους; Πρέπει να κοιτάμε μόνο την πάρτη μας και να κυνηγάμε βαθμούς; Δεν είναι ωραίο να συνεργαζόμαστε αντί να είναι ο καθένας στον κόσμο του;" Πραγματικός ηγέτης. Τους έπεισε χωρίς να παρέμβω καθόλου! Αυτή η τάξη έκανε στο τέλος ένα εκπληκτικό πρότζεκτ για την παιδική εργασία στη βιομηχανική επανάσταση, μεταφράζοντας πηγές από τα αγγλικά, ακόμα και τραγουδώντας τραγούδια της εποχής, ενώ το σχολείο δεν διέθετε ούτε βιβλιοθήκη, ούτε λάπτοπ, ούτε πρόσβαση στο εργαστήριο πληροφορικής. Νομίζω ότι η δυναμική των ομάδων πολλές φορές ξεπερνάει και τις πιο αισιόδοξες προοπτικές, αφού γι' αυτά τα υπέροχα παιδιά, όπως μπορώ να μαθαίνω χάρη στο facebook, συνεχίζεται με την ίδια ποιότητα και στα φοιτητικά τους χρόνια.

Η αξιολόγηση του βασανιστή

Αυτός ο δάσκαλος πέρασε από τη ζωή των μαθητών του χωρίς τη βασική του ιδιότητα, γιατί απλώς δεν δίδασκε. Εξέταζε, απειλούσε, βιαιοπραγούσε, βασάνιζε, άφηνε στην ίδια τάξη. Έμεινε στις ψυχές εκατοντάδων παιδιών συνώνυμος του πόνου και του φόβου. Ακόμα και όσοι γλίτωναν τη ράβδο του εξακολουθούν να  γιατρεύουν τις πληγές που τους άφησε η κακοποίηση των συμμαθητών τους μπροστά στα μάτια τους, εξακολουθούν να ακούνε τις κραυγές τους, λες και ήταν αυτόπτες μάρτυρες σε βασανιστήρια φασιστικών καθεστώτων από τα 7 μέχρι τα 12 χρόνια τους.
Αυτός ο "δάσκαλος" λοιπόν κάποτε πέρασε από αξιολόγηση. Ήρθε ο επιθεωρητής στο σχολείο και ω του θαύματος! Για πρώτη και τελευταία φορά οι μαθητές του τον άκουσαν να κάνει μάθημα! Και όχι μόνο. Έκανε εξαιρετικό μάθημα Φυσικής Πειραματικής. Με πείραμα, με οργάνωση, με μεταδοτικότητα, με γνώση του αντικειμένου. Για πρώτη και τελευταία φορά, εκείνα τα βασανισμένα παιδιά κατάλαβαν τι είναι μάθημα, τι ωραίο πράγμα είναι η γνώση, πόσο ωραίο είναι να σε διδάσκει ένας καλός δάσκαλος.
 Και σίγουρα  ο επιθεωρητής θα του έβαλε άριστα για να τον αποδώσει ακόμα πιο δυνατό και απαραβίαστο στο "θεάρεστο" έργο της καταστροφής παιδικών ψυχών.

Υλικό για την 1η πανελλήνια ημέρα σχολικού αθλητισμού, τον ρατσισμό, τη διαφορετικότητα

Γεμίσαμε υλικό με αφορμή την 1η πανελλήνια ημέρα σχολικού αθλητισμού, τον ρατσισμό και τη διαφορετικότητα. Είμαι κι εγώ γνώστης παρόμοιου υλικού και το παραθέτω παρακάτω.

Ξέρω δασκάλους που σκίζονται καθημερινά για τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες. Διαβάζουν επιστημονικά άρθρα,βιβλία για να βρουν τους καλύτερους δυνατούς τρόπους για να τους βοηθήσουν. Προσπαθούν με νύχια και με δόντια να τους αποδεχτούν οι συμμαθητές τους, οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί, οι γονείς τους. Αγωνίζονται καθημερινά να μη χάσουν το τρένο της μάθησης, γιατί μετά ποιος τους σώζει...

Ξέρω δασκάλους που κάνουν τα ίδια για τους αυτιστικούς, τους υπερκινητικούς, τους φτωχούς, τους ξένους, τους τσιγγάνους. 

Ξέρω δασκάλους που θέλουν να δουλεύουν με τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, με τους αυτιστικούς, τους υπερκινητικούς, τους φτωχούς, τους ξένους, τους τσιγγάνους, με κάθε λογής δύσκολο μαθητή.

Ρωτήστε τους. Έχουν άφθονο υλικό για τον ρατσισμό και τη διαφορετικότητα...

Ποντικοπαγίδα ή ένα παραμύθι για μεγάλους!



Όσο κι αν είναι πλέον συνηθισμένο να σκεφτόμαστε όλο και περισσότερο τον εαυτό μας, αδιαφορώντας -προκλητικά πολλές φορές- για τον διπλανό μας, ένα είναι σίγουρο: Όταν κινδυνεύει κάποιος ή έχει ένα πρόβλημα (μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία), βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο και κατ’ επέκταση το πρόβλημά του πολύ σύντομα θα γίνει και δικό μας! Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, όταν μια ποντικοπαγίδα μπαίνει στο σπίτι δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για τον ποντικό... Η ιστορία που ακολουθεί είναι πιο επίκαιρη από ποτέ!

Ένα ποντικάκι κάποτε παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο.
«Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο;», αναρωτήθηκε.
Όταν, όμως, οι δύο αγρότες άνοιξαν το πακέτο δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε, διαπιστώνοντας πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα! Τρέχει γρήγορα, λοιπόν, στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο:
«Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι!»
Η κότα κακάρισε, έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε: «Κυρ ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για εσάς. Αλλά δεν βλέπω να έχει καμιά επίπτωση σε εμένα! Δε με ενοχλεί καθόλου η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!»
Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε: «Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!»
Το γουρούνι έδειξε συμπόνια αλλά απάντησε: «Λυπάμαι πολύ κυρ ποντικέ μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να προσευχηθώ. Να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνω».
Τότε το ποντίκι στράφηκε προς το βόδι και του φώναξε, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου: «Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!»
Και το βόδι απάντησε: «Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι για τον κίνδυνο που διατρέχεις, αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει είναι ένα τσιμπηματάκι στο δέρμα μου!»
Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος γιατί θα έπρεπε ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας!
Την επόμενη νύχτα, ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν αυτόν που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει, ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συνέβη. Μέσα στη νύχτα, όμως, δεν πρόσεξε πως στην παγίδα είχε πιαστεί από την ουρά ένα φίδι... Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα.
Η γυναίκα αρρώστησε βαριά και μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Έμεινε λίγες μέρες και επέστρεψε στο σπίτι, αλλά με υψηλό πυρετό. Ο γιατρός συμβούλεψε το σύζυγο να της κάνει ζεστές σουπίτσες. Έτσι ο αγρότης έσφαξε την κότα για να κάνει μια καλή κοτόσουπα!
Η γυναίκα, όμως, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες πήγαιναν στη φάρμα για να βοηθήσουν. Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας από ένα 8ωρο. Για να τους ταΐσει όλους αυτούς ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το γουρούνι.
Τελικά, όμως, η γυναίκα δεν τη γλίτωσε! Πέθανε! Στην κηδεία της ήρθε πάρα πολύς κόσμος, γιατί ήταν καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι. Για να ταΐσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το βόδι.
Ο κυρ ποντικός μας έβλεπε όλο αυτό το πήγαιν’ έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη...
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
- Χάσαμε την ανθρωπιά μας και ενισχύσαμε τον ατομισμό μας!
- Όταν κάποιος δίπλα μας κινδυνεύει, βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο!
- Είμαστε όλοι συνεπιβάτες σ’ αυτό το πλοίο που λέγεται ζωή!
- Ο καθένας μας αποτελεί τον κρίκο της ίδιας αλυσίδας!
ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ…
Εμείς είμαστε τα ποντικάκια...
Εμείς όμως είμαστε και οι κότες...
Εμείς και τα γουρούνια... Και κυρίως...
Εμείς και τα βόδια!!!

Αλμπέρ Καμύ - Γράμμα στον δάσκαλό του

Το 1957 ο Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus), ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Λίγο αργότερα έγραψε μια επιστολή για να εκφράσει τις ευχαριστίες του στον δάσκαλό του του δημοτικού σχολείου.


19 Νοεμβρίου 1957

Αγαπητέ κύριε Ζερμέν,
Άφησα να κοπάσει λιγάκι η φασαρία σχετικά με εμένα αυτόν τον καιρό, προτού σας μιλήσω απ' τα βάθη της καρδιάς μου. Μου έγινε μόλις μια υπερβολικά μεγάλη τιμή, την οποία ούτε επεδίωξα ούτε ζήτησα.
Όμως όταν πληροφορήθηκα τα νέα, η πρώτη μου σκέψη, μετά τη μητέρα μου, ήταν η δική σας. Δίχως εσάς, δίχως το στοργικό χέρι που απλώσατε στο μικρό φτωχό παιδί που ήμουν, δίχως τη δική σας διδαχή και το παράδειγμά σας, τίποτε απ' όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.
Δεν δίνω και πολλή σημασία σε τέτοιου είδους τιμές. Αλλά τουλάχιστον αυτή μου δίνει την ευκαιρία να σας πω τι υπήρξατε κι εξακολουθείτε να είστε για μένα, και να σας διαβεβαιώσω πως οι προσπάθειές σας, η δουλειά σας και η καρδιά που τόσο γενναιόδωρα βάλατε σ' αυτήν ακόμα παραμένουν ζωντανά σ' ένα από τα μικρά σας σχολιαρόπαιδα που, παρά τα χρόνια που πέρασαν, δεν έπαψε ποτέ να είναι ο ευγνώμων μαθητής σας.
Σας κλείνω στην αγκαλιά μου μ' όλη μου την καρδιά.
Αλμπέρ Καμύ

                O Αλμπέρ Καμύ στην πρώτη κάτω σειρά με κατάμαυρα ρούχα
                    σε μια σπάνια φωτογραφία από τα μαθητικά του χρόνια.


                   
Σημείωση:

Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία από πολύ φτωχούς Γάλλους γονείς. Ο πατέρας του, Λυσιέν Καμύ, είχε πάει να εργαστεί εκεί, σε ένα οινοποιητικό εργοστάσιο αλλά επιστρατεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1914 και στις 17 Οκτωβρίου 1914 πέθανε μετά από τραυματισμό την ώρα της μάχης. Ο Αλμπέρ ήταν μόλις έντεκα μηνών όταν έχασε τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε μόνο μέσα από μια φωτογραφία και την αφήγηση μιας οικογενειακής ιστορίας η οποία περιέγραφε την έντονη αποστροφή που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μιας εκτέλεσης.
Η οικογένεια μετά τον θάνατο του Λυσιέν εγκαταστάθηκε στο Αλγέρι. Εκεί η αγράμματη και μερικώς κωφή μητέρα του μεγάλωσε τα αγόρια της σε συνθήκες υπερβολικής φτώχειας έχοντας μόνο τη βοήθεια της πιεστικής γιαγιάς τους. Ήταν χάρις στην ενθάρρυνση του αγαπημένου δασκάλου του στο σχολείο που έλαμψε ο Καμύ, γι' αυτό και πάντα τον ευγνωμονούσε.
Στις 4 Ιανουαρίου του 1960 ο Καμύ πεθαίνει σε τροχαίο δυστύχημα στο Villeblevin (Γαλλία)

Πριν γίνεις δάσκαλος…


Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του επαγγέλματός μας τα ξέρεις: Εύκολο ωράριο, εργασία με πιτσιρίκια, πολλές μέρες διακοπές, τεράστια άδεια το καλοκαίρι. Ο μισθός όχι μεγάλος, αλλά καλύπτει τις βασικές σου ανάγκες. Κάπου εδώ όμως γίνεται η παρεξήγηση. Δεν πρόκειται για δημοσιοϋπαλληλίκι.


Επιλέγοντας να γίνεις δάσκαλος, δεν επιλέγεις επάγγελμα αλλά τρόπο ζωής. Η τάση για διδασκαλία θα εμποτίσει όλη σου την ύπαρξη. Η δουλειά σου δε θα εξαντλείται στο σχολικό ωράριο, θα είσαι δάσκαλος και μετά. Για να πάρεις μια ιδέα, σου δίνω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:


Όλοι οι υπόλοιποι: «Επιτέλους Σαββατοκύριακο! Θα λιώσω!»

Οι δάσκαλοι: «Επιτέλους Σαββατοκύριακο! Θα ξεκουραστώ λίγο και θα ετοιμάσω υλικό και δραστηριότητες που δεν προλαβαίνω μεσοβδόμαδα!»

Όλοι οι υπόλοιποι: «Τι είναι αυτά τα σκουπίδια; Πέταξέ τα!»

Οι δάσκαλοι: «Αυτές τις κορδέλες μην τις πετάξεις, θα τις χρειαστώ για τις χριστουγεννιάτικες κάρτες. Και το πλαστικό μπουκάλι το θέλω για το πείραμα με την πίεση.»

Όλοι οι υπόλοιποι: «Τι όμορφο μέρος είναι αυτό!»

Οι δάσκαλοι: «Τι όμορφο μέρος είναι αυτό! Θα προσπαθήσω να κανονίσω επίσκεψη με τους μαθητές μου!»


Αρχίζεις να πιάνεις το νόημα; Πάμε τώρα στη δουλειά με τα πιτσιρίκια. Ευκολάκι θα μου πεις. 4 φορές το 6 μας κάνει 24 και ο Οδυσσέας έκανε 10 χρόνια να γυρίσει στην Ιθάκη. Πίστεψέ με, θα κουραστείς περισσότερο από τον Οδυσσέα. Παίρνεις στα χέρια σου ανθρώπινα πλάσματα και οφείλεις να τα κάνεις Ανθρώπους. Να είναι σε θέση να σκέφτονται, να κρίνουν, να αποφασίζουν, να διεκδικούν, να σέβονται, να αγαπούν. Να προσπαθούν για το καλό και να μάχονται το κακό.


Σαν δάσκαλος έχεις κι άλλο χρέος. Θα είσαι υποχρεωμένος να πάρεις μέρος στις μεταβολές του κόσμου. Να πασχίσεις για να τον βελτιώσεις. Να υπερασπιστείς τους αδύναμους και να διορθώσεις τις αδικίες. Να δώσεις ελπίδα, να καθοδηγείς και να εμπνέεις. Δεν έχεις δικαίωμα να λυγίσεις στις αντιξοότητες που σίγουρα θα συναντήσεις επειδή η κοινωνία βασίζεται σε πεπαιδευμένους ανθρώπους σαν εσένα. Θα το αντέξεις; Αν δεν το αγαπήσεις, δε θα «επιβιώσεις». Οτιδήποτε λιγότερο σε καθιστά ακατάλληλο. Διάλεξε καλύτερα να κάνεις κάτι άλλο.


Με δυο λόγια ο δάσκαλος είναι φλόγα και στίγμα. Πρέπει να μοιράζει τη φλόγα του και να αφήνει το στίγμα του.


Σου φαίνεται βουνό όλο αυτό; Πράγματι είναι. Υπάρχει όμως και επιβράβευση. Θα επιλέξεις στ’αλήθεια το πιο όμορφο επάγγελμα και ξέρεις γιατί; Επειδή μόνο εμείς φεύγουμε κάθε μέρα από τη δουλειά μας κρατώντας λουλούδια στα χέρια...

Ο ΚΥΡ ΑΝΕΣΤΗΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Τον κυρ Ανέστη τον γνώρισα ή, μάλλον, τον άκουσα πρώτη φορά, όταν πήρε τηλέφωνο να ζητήσει τον πατέρα μου, που κάνανε παρέα στα γεροντίστικα στέκια τους. Φοιτητής, εγώ, τότε, στην επαρχία, επισκεπτόμουν συχνά την πρωτεύουσα και το πατρικό σπίτι. Φωνή καθαρή, σταθερή, σίγουρη. Μου έκανε εντύπωση απ’ την αρχή.
Είχα ακούσει, ήδη, γι’ αυτόν. Δάσκαλος, συνταξιούχος, περασμένα ογδόντα, γέρος κοτσονάτος, ο μεγαλύτερος της παρέας τους των υπερηλίκων, ζήλια και λαχτάρα των υπολοίπων να φτάσουν τα χρόνια του με τη δική του αξιοπρέπεια. Από κουβέντα; ζωντανή εγκυκλοπαίδεια του εικοστού αιώνα, που έγερνε, τότε, στη δύση του. Κάθε του ρυτίδα και μια σελίδα, κάθε του κλείσιμο των ματιών για να βυθιστεί στις αναμνήσεις μια στιγμή, ολόκληρος τόμος, εμπειρία ζωντανή, αποτυπωμένη, για όσα κι οι λέξεις δεν φτάνουν να περιγράψουν.
Ύστερα τα ’φερε η τύχη, τον συνάντησα. Πέρασα απ’ το σπίτι του για κάποια δουλειά και με κράτησε για ένα τσίπουρο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ κι ευτυχώς, όπως αποδείχθηκε, κάθισα.
Και μιλήσαμε. Ώρα αρκετή. Κι αυτό επαναλήφθηκε, κάποιες φορές ακόμη. Κι έλεγε λόγια ζωντανά, που σου ανοίγουν την όρεξη ν’ ακούσεις, κι ας άφηνες, μερικές φορές, άλλα πράγματα που η νιότη ή η συνήθεια επίτασσαν να κάνεις.
Εκείνο που του άρεσε να αναφέρεται περισσότερο ήταν η δουλειά του. Δάσκαλος του παλιού καιρού; δεν φέρνει, πάντα, τους καλύτερους συνειρμούς. Μα ο μπαρμπα-Ανέστης είχε ψυχή. Ψυχή που έβγαινε δυνατή, καθαρή, ακέρια, σε κάθε του λέξη, σε κάθε του νεύμα, ακόμα κι όταν, κάποιες φορές, λίγες είναι η αλήθεια, έχανε τον ειρμό της σκέψης του· θες από τη λήθη, θες από τις δεκαετίες που δούλευαν ακατάπαυστα τα κύτταρα του εγκεφάλου του, θέλανε, κι αυτά, συχνά-πυκνά να ξεκουράζονται πια. Μα, ανέκαμπτε αμέσως κι η σπίθα στο μάτι του ξανάναβε, γρήγορα, να ξεπεράσει τη ντροπή που ξέχασε την κουβέντα του. Και δώσ’ του να μιλάει με τις ώρες για το σχολείο εκείνα τα χρόνια. «Σήμερα ζούμε όλοι σαν βασιλιάδες! Και τα σχολεία είναι αρχοντικά, σε σχέση με παλιότερα. Έλα, να δεις, πού κάναμε μάθημα, τότε! Ταβάνια να στάζουν, μια ξυλόσομπα να ντουμανιάζει και στο πάτωμα, κάποιες φορές, μόνο χώμα. Αλλά, υπήρχε παντού φτώχεια τότε, δεν μας έκανε διαφορά». Και να πίνει μια γουλιά από το ποτήρι του, κάνοντας παύση, έτσι, ως έμπειρος ομιλητής και συνομιλητής, για να δει και το ενδιαφέρον του άλλου – απλά ενδιαφέρον; δεν ήταν να χάνεις λέξη απ’ τον κυρ Ανέστη – και να συνεχίζει: «Τα παιδιά; βοηθάγανε στις δουλειές στα χωράφια και στα ζωντανά και, αν περίσσευε κι έδιναν στο μπακάλη τίποτ’ αυγά ή κανένα κεφαλάκι τυρί, ήταν τυχερά: είχανε κοντύλι ή τετράδιο να γράψουν!». Άλλοτε, πάλι, το στήθος του ταραζόταν από ένα γέλιο, αλλά, συχνά, μέχρι να φτάσει στο στόμα του, είχε γίνει συγκρατημένο χαμόγελο, κι ως τα μάτια, θλίψη· πώς να γελάσεις με τη φτώχεια και την ανέχεια; «Ξυπόλυτα γύρναγαν τα ταλαίπωρα, αγόρια, κορίτσια. Όχι όλα κι όχι πάντα, αλλά… Θυμάμαι μια φορά που ένα αγροτόπαιδο είχε πολύ πειραχτεί που κάποια άλλα είχανε βάλει παπούτσια· μαύρα, φτιαγμένα στο χέρι από τσαγκάρη στο κεφαλοχώρι. Την άλλη μέρα, λοιπόν, ήρθε με τα γυμνά του πόδια βερνικωμένα, κατάμαυρα, στο σχολείο!»
Είχε περάσει και περιπέτειες, ο κυρ Ανέστης. Να σού λέει ότι η κατοχή τον βρήκε νεοδιόριστο δάσκαλο στο Κιλκίς και τους απαγορεύτηκε να φύγουν. Έμειναν τρεις δάσκαλοι, δυο χρόνια κοντά, εγκλωβισμένοι, να σπέρνουν σιτάρι για να ζήσουν. Η κατάληξη; Απέδρασε, τελικά, μεταμφιεσμένος σε ελεγκτή της υπεραστικής συγκοινωνίας, για να φτάσει στο χωριό του, κάπου στη Μεσσηνία. Κι ήταν η αξιοπρέπεια στο ύφος του, όχι φαντασμένη κομπορρημοσύνη, αλλά σφραγίδα έγκυρης εξιστόρησης, ιστορία γνήσια της ζωής, που δε σου άφηνε αμφιβολίες για τα λεγόμενά του.
Βρεθήκαμε, λοιπόν, κάμποσες φορές με το μπαρμπα-Ανέστη. Και πέρασαν ώρες, ακούγοντάς τον να μου λέει για τα μαθήματα, τότε, που τα παιδιά μάθαιναν γράμματα σε καιρούς δύσκολους, αλλά με αποτέλεσμα. «…Που έκαναν κανονικά, όλη τη Γραμματική, χωρίς άρπα-κόλλα, αλλά και Καλλιγραφία, μαθαίνοντας να γράφουν σωστά και όμορφα. Όχι σαν και τώρα, που τα περισσότερα είναι ανορθόγραφα, και κανένας, παιδάκι μου, δεν ξέρει το γιατί. Που έκαναν τις τέσσερις πράξεις της Αριθμητικής, με έναν τρόπο και καλά. Όχι σαν και τώρα, που κάνουν δέκα τρόπους, και δεν μαθαίνουν κανένα». Τι να του απαντήσεις σε αυτά; Όσες αντιρρήσεις κι αν σκεφτόσουν, ποια «τεκμηριωμένη» απάντηση, τίνος τεχνοκράτη του Υπουργείου Παιδείας, να σταθεί απέναντι στα σταράτα λόγια του γερο-δάσκαλου;
«Μα ήταν δύσκολη και του δασκάλου η ζωή», να μου λέει, άλλοτε. «Ήμασταν υποχρεωμένοι να μένουμε στο χωριό που δουλεύαμε, πολλά χρόνια μετά την κατοχή ακόμη. Κι ήτανε πρωί-απόγευμα το σχολείο. Και μετά, που μας επέτρεπαν να μένουμε αλλού, πού να πας; Άμα ήσουνα ανύπαντρος, έμενες μέσα στο σχολείο. Μετά, που πήρα μια φλορέτα, γερό μηχανάκι, γερμανικό, νοίκιασα στο κεφαλοχώρι. Και δώσ’ του να παλεύω με τις λάσπες το χειμώνα, για να φτάσω στο χωριό. Κι όταν ‘φεύγαν τα παιδιά, για να ξανάρθουν το απόγευμα, η ώρα του ερημίτη: Έπιανα το ψήλωμα κι αγνάντευα τον κάμπο, μόνος, ξεχασμένος». Και το γεροντικό του μάτι να πεταρίζει, όπως συνέχιζε: «Μια χρονιά, ήρθε στο σχολείο κι η Γεωργία· νεαρή δασκάλα, νεοδιόριστη, εκείνη, τότε, όμορφη. Κάτι συζητήθηκε για μας τους δυο. Έρχεται ο επιθεωρητής, φόβος και τρόμος, εκείνα τα χρόνια, με ρωτάει: ‘Πώς πάει η Γεωργία;’ κι εγώ τον ανήξερο: ‘Η γεωργία, μια χαρά, έβρεξε φέτος, κάρπισαν οι σοδειές στο χωριό!’ Μετά τη στεφανώθηκα, μου έδωσε και τρία παιδιά, ας πάει στη συχώρεση, μου στάθηκε σαν γυναίκα, καλά περάσαμε».
Μια μέρα, δεν κρατήθηκα, τον ρώτησα: «Δέρνατε, παλιά, τα παιδιά, πολύ, ε;». «Παλικάρι μου, άλλοι καιροί τότε. Κι όταν έχεις σαράντα, πενήντα, εξήντα παιδιά μες την τάξη, αγριοπαίδια, που τα ‘χαν με το ξύλο και τη φοβέρα από το σπίτι, τι να κάνεις; Το θέμα είναι, να μην ξεσπάς τα νεύρα σου στα παιδιά, με όποιον τρόπο. Ξέρεις πώς είναι ο σωστός δάσκαλος; Θέλεις να σου πω; Σαν την εικόνα του Χριστού, στον τρούλο της εκκλησίας, αυτή, που οι αγιογράφοι λένε παντοκράτορα. Το βλέμμα αυστηρό, ελέγχει, αλλά στα χείλη ένα υπομειδίαμα, συγχωρεί…»
Κι άκουγα, άκουγα με τις ώρες το γερο-δάσκαλο να μου λέει πράγματα για το σχολείο και τη ζωή γενικότερα, στα παλαιότερα χρόνια. Κι εγώ, νέο παιδί, σφουγγάρι ζωντανό, μάζευα το απόσταγμα της εμπειρίας και της σκέψης ανθρώπου μυαλωμένου, που ό,τι έβλεπε, ό,τι άκουγε, ό,τι του τύχαινε, το περνούσε από το μύλο νου συνετού και το ‘κανε γνώση, για να τη δώσει στους άλλους και να διδάξει, γεννημένος δάσκαλος: «Ο Έλληνας ποτέ δεν άκουγε τους νόμους, όπως θα ‘πρεπε· τους αψηφούσε. Και ξέρεις τι τον έσωζε; το φιλότιμο! Αυτό! Όπως το είπε ο Αγαμέμνονας στους στρατιώτες του, όταν φέρθηκαν με ασέβεια στα ιερά των Τρώων: ‘Αιδώς, Αργείοι!’. Δηλαδή, ντροπή σας! Αυτό τους έπιασε, αυτό έπιανε και σε μας, μέχρι πρόσφατα. Μετά τον πόλεμο, δεν ξέρω τι έγινε, κάτι οι πολιτικοί μας που έχασαν πρώτοι την τσίπα, κάτι που μαζεύτηκε ο κόσμος στις πόλεις, με τον καιρό χάθηκε το φιλότιμο. Τι έμεινε; Θα το δεις στις μέρες σου. Να ξαναβρούμε το φιλότιμο, να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον κι όλοι μαζί για τον τόπο, αυτό θα μας σώσει…»
Έλεγε, έλεγε ο κυρ Ανέστης, μέντορας ψυχών, όλα του τα χρόνια. Και άντε να μου δείχνει φωτογραφίες, που ήτανε νέος με την κυρα-Γιωργία στην αυλή του σχολείου ή με την πιστή του φλορέτα, τη «Μαρκησία», που την έλεγε, γιατί «…κι αυτά ψυχή έχουνε!». Κι εγώ να ψάχνω, συχνά, αφορμές να τον συναντήσω, για να τον ακούσω. Κι αυτός να χαίρεται για το μονομελές, έστω, ακροατήριό του, που του ‘δινε την ευκαιρία να διαλέγει απ’ τον πλούτο του αναμνήσεις και σκέψεις, εκλεκτές κάθε φορά.

********

Ύστερα; ύστερα τελείωσα τις σπουδές, πήγα στρατό. Μια μέρα, γύρισα στο πατρικό μου σπίτι, με άδεια και έμαθα το νέο. Ο κυρ Ανέστης έφυγε, να πάει σ’ άλλους τόπους, να δασκαλέψει. Δε λυπήθηκα, τουλάχιστον όχι αμέσως που τ’ άκουσα. Ζωή γεμάτη, πλήρης ημερών, πώς να τη μετρήσεις και να τη βγάλεις λειψή, πως κάτι θα ‘λειπε ακόμη, κάτι να προλάβει να κάνει, κάτι να προλάβει να πει. Είδε, έκανε, είπε, όσα ήτανε στο μερτικό του κι έφυγε. Παίρνοντας μαζί του μια αλλιώτικη παρέα των φοιτητικών μου χρόνων, μια ζωντανή γεύση από την Ελλάδα του εικοστού αιώνα· και μας άφησε, ως δάσκαλος γνήσιος όλα του τα χρόνια, γνώση. Να την κάνουμε κι εμείς κάτι, προχωρώντας, αποτύπωμα ξεχωριστό, σε σκέψεις στο μυαλό μας, λόγια στ’ αυτιά μας, εικόνες στα μάτια μας. Ακόμα και μυρωδιές, ναι, μυρωδιές, όπως από το τσίπουρο, το φτιαγμένο από τον ίδιο, σε κάποιο υπόγειο στο Μαρούσι, που ζέσταινε το μέσα μας, όπως κι οι αναδρομές στο σχολείο του χτες, που τόσο γνήσια και μαστόρικα κατάφερνε.____________

Σαν όνειρο (Γρηγόριος Ξενόπουλος)

Έχετε δει πουθενά αλλού πιο ωραίες οδηγίες δημιουργικής γραφής;



«Γράφω διηγήματα για τον κόσμο και θέλω να τα χαίρεται ο κόσμος. Μου αρέσει κάθε μου γραφτό, να είναι στη μορφή του τόσο απλό, ώστε με την ίδια σχεδόν άνεση να μπορεί να το διαβάζει κι ένας μαθητής Γυμνασίου και ο κύριος Παλαμάς. Δεν αγαπώ τα σύννεφα και τα σκοτάδια. εσπούδασα μαθηματικά στα νιάτα μου, κι εσυνήθισα να λέγω τα πράγματα απλά, καθαρά και ξάστερα.» 

Αὐτὸς ὁ τίτλος μοῦ ἔρχεται πρῶτος διὰ τὸ διήγημα, τὸ ὁποῖον σκοπεύω νὰ γράψω· οἱ λόγοι δὲ διὰ τοὺς ὁποίους τὸν προτιμῶ παντὸς ἄλλου, τὸν ὁποῖον θὰ εὕρισκα κατόπιν, εἶνε δύο: Πρῶτον ὅτι τὴν ἔκφρασιν αὐτὴν μετεχειρίσθη ἡ δυστυχὴς ἡρωΐς μου θέλουσά ποτε νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν βραχεῖάν της εὐτυχίαν· καὶ δεύτερον ὅτι καὶ εἰς ἐμὲ διήγειρε τῷ ὄντι τὴν ἰδέαν ὀνείρου εὐαρέστου τὸ γλυκὺ μελιχρὸν φῶς, τὸ ὁποῖον διέχυνεν εἰς τὴν εἴσοδον τῆς οἰκίας της κρεμαστὸς λαμπτήρ, ἀναφθεὶς τὴν πρώτην ἑσπέραν τῆς εὐτυχοῦς περιόδου τῆς ζωῆς της καὶ σβεσθεὶς ἀποτόμως τὴν τελευταίαν.
Ἐκ τούτου βλέπετε ὅτι ἡ ἱστορία, τὴν ὁποίαν θὰ διηγηθῶ εἶνε ἀληθής, ὅπως ὅλαι μου αἱ ἱστορίαι· διότι δὲν ἔγραψα ποτὲ σχεδόν, ἄνευ ἐνδοσίμου ἐκ τοῦ πραγματικοῦ βίου. Τὸ ἔργον μου εἶνε ἁπλῶς ἀντιγραφή, ἀλλ' ὑπό τινας ὅρους. Ἀποκρύπτω ἐν πρώτοις τὰ ὀνόματα, συγχύζων τὰ γεγονότα καὶ τοὺς χαρακτῆρας τόσον, ὥστε εἰς τὸν ἀδιάκριτον ἐξεταστὴν νὰ φαίνωνται ταῦτα καθαρῶς φανταστικά, ὅσον παρίστανται πραγματικὰ εἰς τὸν ἀληθῆ ἀναγνώστην. Συμπτύσσω ἐξ ἄλλου ἢ ἐπεκτείνω τὴν ὑπόθεσιν, ὥστε ν' ἀποτελῆται ἐξ αὐτῆς ὅσον τὸ δυνατὸν καλλιτεχνικώτερον σύνολον. Τελευταῖον, ἐκλέγω καὶ ἀναδεικνύω ἐκ τῶν μερῶν αὐτῆς ὅσα εἰς ἐμὲ ἀρέσουσι περισσότερον καὶ τὰ χρωματίζω ἀναλόγως τῆς ἰδιοσυγκρασίας μου, ὥστε ἐπὶ τοῦ ὅλου νἀποτυπωθῇ ἡ σφραγὶς τῆς ἰδίας μου ἀντιλήψεως· τοῦτο δ' ἀποτελεῖ ὅλην τὴν πρωτοτυπίαν εἰς τὰ ἔργα ἡμῶν τῶν ἀντιγραφέων, τὰ ὁποῖα δὲν εἶνε ἢ la nature vu à travers un temperament, κατὰ τὸν ὁρισμὸν τοῦ Ζολᾶ. Δὲν εἶνε βέβαια ἀνάγκη νὰ προσθέσω ὅτι, πρὸ πάντων τὸ τελευταῖον τοῦτο, γίνεται χωρὶς ἐγὼ νὰ ἔχω οὐδὲ τὴν παραμικρὰν συνείδησιν τῆς ἐργασίας μου.
Κατὰ ταῦτα, θὰ ὀνομάσω τὴν ἡρωΐδα μου Μαρίαν, θὰ ὑποθέσω δὲ ὅτι ἡ οἰκία μὲ τὸν μελιχρὸν λαμπτῆρα κεῖται ἐν Ζακύνθῳ. Οὕτω δύναμαι νὰ προχωρήσω ἢ μᾶλλον νἀρχίσω τὴν διήγησίν μου, φροντίζων νὰ ἐξαίρω τὰ χαρακτηριστικώτερα αὐτῆς σημεῖα: Τὸν ἔρωτα τουτέστι τοῦ Πέτρου Ἡρακλειώτη, νέου εὐγενοῦς καὶ πλουσίου, πρὸς τὴν Μαρίαν Δόξα, πτωχὴν κόρην τοῦ λαοῦ, καταλήξαντα εἰς κοινωνικῶς ἀνάρμοστον καὶ σκανδαλώδη γάμον. Διὰ νὰ ἔλθῃ φυσικὸν τὸ γεγονός, πρέπει νὰ λάμψῃ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἀναγνώστου ἡ ὡραιότης τῆς Μαρίας, ξανθῆς, γαλανῆς, λεπτῆς, μὲ ὠοειδὲς πρόσωπον, μ' ἐπίχαρι ἀνάστημα, μὲ λεπτὴν ἐπιδερμίδα, ὑπενθυμιζούσης μοι, ἐν ᾧ τὴν περιγράφω, μίαν παλαιὰν ἐρωμένην, διὰ τὴν ὁποίαν ἀφῆκα ὀλίγους, ἀλλ' ἐπωδύνους στεναγμούς… Ἐντὸς τοῦ φωτὸς τῆς καλλονῆς ταύτης θὰ ἐξωραϊσθῶσιν ὅλα τὰ λοιπὰ αἰσθήματα καὶ πράγματα: ἡ σεμνότης καὶ ἡ καλὴ τῆς κόρης ἀνατροφή· ὁ θερμὸς ἔρως τὸν ὁποῖον ἀνταπέδωκεν εἰς τὰς ἐκδηλώσεις τοῦ Πέτρου· ἡ περιφρόνησις τούτου ἐναντίον τῶν προλήψεων τῆς κοινωνίας, καὶ ἰδίως τῆς ἀριστοκρατικῆς, τὴν ὁποίαν ἐμίσει· ἡ παντελὴς ἐν τῷ οἴκῳ, ἐκ τοῦ θανάτου τῶν στενῶν συγγενῶν, ἀπομόνωσίς του· ἡ νεότης του καὶ ἡ ἀπόλυτος περὶ τὸ ἐνεργεῖν ἐλευθερία του. Ὅλα ταῦτα πρέπει νὰ παρασταθῶσιν ἐναργῶς, ἄνευ φλυαρίας, καὶ νὰ δικαιολογηθῶσι, διὰ νὰ μὴ ξενισθῇ ὁ ἀναγνώστης πρὸ τοῦ γάμου. Ἡ ἐκ πλημμελοῦς ἐκτελέσεως παρεκτροπὴ ἀπὸ τοῦ φυσικοῦ, ἀποτελεῖ ἀσύγγνωστον λάθος εἰς τὸ πραγματικὸν διήγημα.
Μετὰ τὸν γάμον, εὐθὺς θἀναφθῇ ὁ μελιχρὸς λαμπτὴρ εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ἀπεράντου οἰκίας, κλειστῆς τέως καὶ σκοτεινῆς, ὡσεὶ πενθούσης. Εἶνε τὸ σύμβολον τοῦ ὡραίου φωτός, ὅπερ ἔλαμψεν ἐν αὐτῇ, τῆς καλλονῆς, τοῦ ἔρωτος, τῆς εὐτυχίας… Πρέπει νὰ εἰσέλθωμεν καὶ νὰ περιγράψωμεν τὸν σεμνὸν κόσμον τῶν αἰθουσῶν, τὴν ὡραίαν θέαν τοῦ ἐξώστου, τὰ εὐθαλῆ ἄνθη τοῦ ἀνδήρου. Θὰ θαυμάσωμεν τὴν γλυκεῖαν καὶ ἤρεμον ζωὴν τῶν ἠγαπημένων συζύγων, ἐν τῷ μέσῳ ὀλίγων ἀφωσιωμένων φίλων, ἄνευ οὐδεμιᾶς πεισματικῆς ἐπιδείξεως. Ἐδῶ θὰ ἐνθυμηθῶμεν − ἐκ νόμου ψυχολογικοῦ καὶ χάριν καλλιτεχνικῆς ἀντιθέσεως − τὴν πρώτην ἐποχὴν τοῦ ἔρωτός των, ἀγωνιώδη, ἀβεβαίαν· τὸν πτωχικὸν οἰκίσκον τῆς Μαρίας· τὸ ἰσόγειον παράθυρόν της μὲ τὰς γάστρας τοῦ βασιλικοῦ· ἕνα πατέρα δύστροπον καὶ κακόν, ὁ ὁποῖος τὴν ὕβριζεν αἰωνίως· μίαν μητέρα ἀγαθήν, ἐλαφράν, ὑποθάλπουσαν ἐκ στοργῆς εὐέλπιδος τὸν ἔρωτα τῆς θυγατρός της· κάτι ἐπιστόλια ἐπὶ κοινοῦ χάρτου, ἀλλὰ λεπτὰ κι ὠρθογραφημένα… μίαν συνέντευξιν παλμώδη εἰς τὸ νύκτιον σκότος ἀδιεξόδου τινὸς δρομίσκου, ὅταν ἤρχισεν ἀσπλάγχνως νὰ βρέχῃ ἐπὶ τοῦ πηλώδους ἐδάφους… μίαν ἔκπληξιν γενικὴν εἰς τὰς περὶ γάμου προτάσεις καὶ μίαν χαρὰν ἄμετρον τὴν ἑσπέραν τῆς τελετῆς, ὅταν ὑπεράνω ὅλου τοῦ θορύβου ὑψώθη ἡ στριγμώδης φωνὴ τῆς κυρᾶ−Στάθαινας, τῆς καλῆς γειτόνισσας, ἡ ὁποία ἐσταυροκοπήθη καὶ ἀνέκραξε:
«Δόξα σοι ὁ Θεός, Θεέ μου! Τὸ εἶδα καὶ ἐτοῦτο!»
Οὕτω θὰ ὑποτυπωθῇ ἡ μεταβολὴ ἐν γένει τοῦ βίου. Ἡ κυρὰ Στάθαινα προσελήφθη ὑπηρέτρια. Ἐπὶ τῆς προσόψεως τοῦ πατρικοῦ οἰκίσκου, χάρις εἰς τὴν εὐτυχῆ θυγατέρα, διεχύθη ἓν ῥόδινον ἐπίχρισμα καὶ ἐντὸς αὐτοῦ ἡ μᾶλλον ἄνετος εὐζωΐα· ἀντὶ τῶν ὕβρεων τοῦ πατρός, αἱ θωπεῖαι τρυφεροῦ συζύγου· ἀντὶ τῆς πρώτης ἀθλιότητος, σκηναὶ ἀντάξιαι εἰδυλλίου. Ἀλλὰ μακρόθεν… Δὲν πρέπει νὰ εἰσέλθω ἀδιάκριτος εἰς τὸν κοιτῶνα τῶν συζύγων· ἡδυπαθῆ κοιτῶνα μὲ κυανῆν τοιχοστρωσίαν, βλέποντα πρὸς τὴν θάλασσαν.
Ὅπως δήποτε τὸ πρῶτον κεφάλαιον πρέπει νὰ τελειώσῃ μὲ καμμίαν σκηνήν, μὲ κανένα διάλογον. Ὁ διάλογος τοῦ διηγήματος, φυσικός, σπάνιος καὶ σύντομος, δὲν ἀρκεῖ νὰ συντελῇ μόνον εἰς τὴν ἐξέλιξιν τῆς ὑποθέσεως, ἀλλὰ πρέπει νὰ ᾖνε καὶ χαρακτηριστικός, νὰ ζωγραφίζῃ ἀμέσως τὰ συνομιλοῦντα πρόσωπα, τοὺς τρόπους των, τὰς σχέσεις των, τὰς συνηθείας των. Οὕτω δύναται νὰ φανῇ ἡ ἀρρενωπὴ περιπάθεια τοῦ Πέτρου, ἡ τρυφερότης τῆς Μαρίας, καὶ τῶν δύο ὁ ἀμοιβαῖος ἔρως, ὁ ἐξευρίσκων νέας πάντοτε ἐκφράσεις, νέας ἀσχολίας, νέας τέρψεις. Ἐν τῇ τελευταίᾳ ταύτῃ σκηνῇ πρέπει νὰ ἐντυπωθῇ καλῶς εἰς τὸν ἀναγνώστην, ἡ ἀνέφελος εὐτυχία, ἡ βασιλεύουσα ἐν τῇ ἀπεράντῳ οἰκίᾳ, μὲ τὸν μελιχρὸν λαμπτῆρα τῆς εἰσόδου.

Ἀσθενής… ὁ Πέτρος εἶνε ἀσθενής. Πρέπει νὰ λεχθῇ εὐθὺς καὶ ἄνευ περιφράσεων. Ὁ ἀναγνώστης διὰ τούτου μόνου θὰ αἰσθανθῇ, ἔστω καὶ ἀμυδρῶς, τὸ ἀπρόοπτον τὸ θλιβερόν, ὡς τὸ ᾐσθάνθη ἡ Μαρία ἐν μέσῳ τῆς εὐτυχίας της, τὴν δείλην ἐκείνην ὅταν δύο φίλοι του ἔφερον ἐφ' ἁμάξης τὸν Πέτρον, λιποθυμήσαντα αἰφνιδίως ἐν τῇ λέσχῃ.
Θὰ ἐξαπλωθῇ ἐπὶ μιᾶς κλίνης, στερεᾶς χρυσοειδοῦς, μὲ διαφανῆ παραπετάσματα, καὶ ἐντὸς τοῦ κοιτῶνος, σιγηλοῦ καὶ ἡμιφωτίστου, θὰ ἐξακολουθήσῃ βαίνουσα ἡ δρᾶσις. Δὲν πρέπει νὰ λησμονηθῇ ἡ προτεταμένη κοιλία τοῦ ἰατροῦ, τὰ μέλανα τόξα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Μαρίας καὶ ἓν δοχεῖον τεφρὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, μὲ δεσμίδα ῥόδων, καθημέραν ἀνανεουμένην. Θὰ ζωγραφηθῶσιν ἡμέραι καὶ νύκτες πλήρεις ἀγωνίας, θλίψεων, ἀγρυπνιῶν. Καὶ ἡ ἀσθένεια βαίνει ὁλοὲν ἐπὶ τὰ χείρω. Συγκροτεῖται ἓν ἰατρικὸν συμβούλιον, κατόπιν ἄλλο, καὶ τρίτον… ἀλλ' εἶνε ἀνωφελῆ. Ὁ Πέτρος θἀποθάνῃ. Αὐτὸ λέγουσιν ὅλοι οἱ ἰατροὶ πρὸς τοὺς φίλους τοῦ ἀσθενοῦς, ἀνυψοῦντες τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὴν ὀροφήν. Ἀλλ' ἡ Μαρία ἀγνοεῖ τὰ πάντα καὶ ἐξακολουθεῖ πιστεύουσα εἰς τὰς ἐλπίδας, τάς ὁποίας εὐσπλάγχνως τῇ ἐμπνέουσιν…
Λέξεις τρυφεραὶ ἀγάπης αἰωνίου, αἱ τελευταῖαι τοῦ Πέτρου πρὸς τὴν σύζυγόν του, θἀποπερατώσωσι τὴν πένθιμον σκηνήν. Ἡ τελευταία πνοὴ θἀποδοθῇ τὸ πρωΐ ἐνωρίς, μόλις ἡ ἠὼς χύσῃ γαλακτόχρουν τι φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ τοῦ κοιτῶνος… Τὸ κεφάλαιον πρέπει νὰ ἦνε σύντομον ὡς ἡ ἀσθένεια, καὶ νὰ διακόπτεται ἀποτόμως ὡς ὑπὸ τοῦ θανάτου. Προσοχὴ εἰς τὸ ὕφος· ἡ φράσις τόρα νὰ ᾖνε μακρὰ καὶ ἀγωνιώδης, ὡς ἡ θλίψις καὶ ἡ ἀγρυπνία. Λέξεις τινὲς μόνον διακεκομμέναι θὰ φέρωνται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἐν μέσῳ ἀποσιωπητικῶν, ὡς οἱ στεναγμοί, τὰ δάκρυα καὶ τὸ ψυχορράγημα…

Ἀποθνήσκει ἄνευ τέκνου, ἄνευ διαθήκης. Ἡ Μαρία ἀπομένει ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος. Ἐπέρχεται τότε τὸ σμῆνος τῶν μακρινῶν συγγενῶν, ἐχθρικῶς ἀπ' ἀρχῆς διακειμένων καὶ πρὸς αὐτὴν καὶ πρὸς τὸν Πέτρον, ἓν σμῆνος ἁρπακτικόν, κατακτητικόν, ἄσπλαγχνον. Ἐρίζουσι, διαρπάζουσιν, ὑβρίζουσι, λῃστεύουσι. Μεταξὺ αὐτῶν δὲν θὰ λησμονηθῇ γηραιὰ κυρία ἀριστοκρᾶτις. Ἰσχνή, ὑψηλὴ μὲ χρυσᾶς διόπτρας, ἀλλ' ἀπεχθεστάτη τὴν ὄψιν, ἡ βιαιοτέρα καὶ ἀπληστοτέρα ὅλων, ἡ ὁποία περιφρονεῖ καὶ ἀποφεύγει ὡς ὂν μολυσμένον τὴν Μαρίαν, ὡραίαν καὶ σεμνὴν ὑπὸ τὰ ἐνδύματα τῆς χηρείας καὶ τοὺς δακρυβρέκτους ὀφθαλμούς. Ἡ κόρη τοῦ λαοῦ, ἂν καὶ μελανείμων, διεγείρει τὴν ἰδέαν προβάτου ἀφώνου, ἐμπεσόντος εἰς λύκους.
Ἐπὶ τέλους τὸ σπαράττουσι. Οἱ δικηγόροι στρεψοδικοῦσι. Στηριχθέντες ἐφ' ἑνὸς ἄρθρου τοῦ Νόμου, ψυχροῦ καὶ σκληροτραχήλου ὡς αὐτοί, καταλαμβάνουσι τὴν οἰκίαν καὶ ἀποδιώκουσι τὴν χήραν κακὴν κακῶς. Ἐκείνη ἐγκαταλείπει ἑαυτήν. Οὔτε ἔχει κανένα ὑπερασπιστήν, οὔτε θέλει, οὔτε δύναται νὰ ἔχῃ, ἄνευ ὑβριστικῆς ὑπονοίας. Πτωχὴ νεᾶνις τί ἰσχύει ἀπέναντι πλουσίων καὶ εὐγενῶν; Μίαν ἑσπέραν, προηγουμένου ἑνὸς κιβωτίου εἰς τοὺς ὤμους ἀχθοφόρου, ἐγκαταλείπει ἄδακρυς τὰ δώματα ἔνθα διῆλθε σὰν ὄνειρο ἡ εὐτυχία της, διαβαίνει τὴν εἴσοδον, ἐν ᾗ δὲν λάμπει πλέον ὁ μελιχρὸς λαμπτὴρ ὡς ἄστρον δύσαν μετὰ τῆς εὐτυχίας, − καὶ ἀπέρχεται… Πενθοῦσαν τὴν ὑποδέχεται ὁ πατρικὸς οἰκίσκος μὲ τὸ ἀνάρμοστόν του ἔνδυμα, τὸ σχεδὸν εἰρωνικόν· φορεῖ ῥόδινα, ὡς ἐβάφη ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὸν γάμον της…
Τὴν ἀδικίαν ταύτην δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πατάξῃ οὔτε δριμὺς χαρακτηρισμός, οὔτε πικρὰ εἰρωνεία ἐν τῇ γλώσσῃ. Ἡ ξηρὰ ἀφήγησις τῶν γεγονότων ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει εἶνε ἡ καλλιτέρα μέθοδος. Κινεῖται οὕτως ἡ αὐτενέργεια τοῦ ἀναγνώστου, ὁ ὁποῖος δύναται νἀναγνώσῃ πολλὰ μεταξὺ τῶν γραμμῶν.

−−−

Ἐδῶ χρειάζεται μικρὰ διακοπὴ καὶ ἀνάπαυσις. Τὸ τέλος πρέπει νὰ γράφεται μὲ πολλὴν ἡσυχίαν, διὰ νὰ μὴ φανῇ ὁ συγγραφεὺς βιαζόμενος νὰ τελειώσῃ. Ἐν ᾧ τὸ πρᾶγμα εἶνε πολὺ φυσικόν, κάμνει πολὺ κακὴν ἐντύπωσιν καὶ εἰς τοὺς ἀναγνώστας καὶ εἰς τοὺς κριτικούς.

Πάλιν πτωχὴ… καὶ ἐπὶ πλέον δυστυχής. Τῇ ἀπομένει μόνον ἡ ἀνάμνησις ὡς ὀνείρου, ἀντανακλωμένη ἐντὸς τῶν γαλανῶν της ὀφθαλμῶν… Τὴν βλέπω τόρα ἐμπρός μου μὲ τὰ μαῦρα, ἀντιτιθέμενα πρὸς τὴν ῥοδίνην ὄψιν τοῦ οἰκίσκου, τίς οἶδε τί ὀνειροπολοῦσαν παρὰ τὸ παράθυρον, τὸ ὁποῖον ἔξωθεν περιθέει ἀνέρπων κισσός… Ἡ καρδία μου αἱμάσσει πρὸ τῆς εἰκόνος καὶ μὲ καταλαμβάνει ἀγανάκτησις ἐναντίον τῆς τύχης καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐνάρετος αὕτη καὶ ὡραία, ἡ ἀγαπήσασα τόσον, δὲν ἐδικαιοῦτο νἀπαιτῇ παρὰ τῆς μοίρας ζῶντα παρ' αὐτῇ τὸν σύζυγόν της; ἀλλὰ καὶ ὅταν αὐτὸς ἀπέθανε − διότι δὲν ὑπάρχει πλέον Μοῖρα, − οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἀφήσωσιν ὅπως τὴν εἶχεν ἐκεῖνος, εἰς ἀμοιβὴν τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς αὐταπαρνησίας της; Φεῦ! ἡ κακία εὗρε σύμμαχον τὸν … δικηγόρον.
Ἡ σκέψις αὕτη, ἡ τόσον ἀπαισιόδοξος, δὲν πρέπει νὰ ἐκφρασθῇ ποτὲ ἐν τῇ συνεχείᾳ τοῦ διηγήματος. Ἀντὶ διηγηματογράφου, δηλ. ζωγράφου ἐκ τοῦ ἀληθοῦς, θὰ ἐφαινόμην τότε νεφελώδης ἱεροκῆρυξ. Τοὐναντίον ἡ ἀρχικὴ σκέψις πρέπει νὰ ὑπολανθάνῃ, νὰ διαπνέῃ ἑκάστην γραμμήν, ἑκάστην λέξιν τῆς διηγήσεως, καὶ νὰ παρίσταται ἀμέσως εἰς τὴν πρώτην φιλοσοφικὴν βλέψιν τοῦ ἀναγνώστου. Οὕτως ὑπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς εἰκόνος κρύπτεται ἡ ἀφῃρημένη ἰδέα τοῦ ζωγράφου.
Καὶ ἀποτελεῖται ἕως ἐδῶ τὸ διήγημα, ἀλλὰ δὲν τελειόνει· διότι τὰ διηγήματα δὲν πρέπει νὰ ἔχουν τέλος πλῆρες − ἂν ἐπιτρέπεται ἡ φράσις. Πρὶν ἢ τὸ ἀντιγράψω − ἐπὶ τῆς μιᾶς ὄψεως ταινιῶν χάρτου καὶ καθαρά, πρὸς εὐκολίαν τοῦ τυπογράφου − πρέπει νὰ ἐπιθεωρήσω τὸ ὕφος. Μέ τινας μεταθέσεις ἢ μεταβολάς, καθίσταται μουσικωτέρα, ἁρμονικωτέρα ἡ φράσις. Ἐν τῇ ἐπιθεωρήσει ἀντικαθιστῶ διαφυγοῦσαν ἀκυρολεξίαν, ἢ καλλύνω τὴν ἔκφρασιν, διορθόνω ἀπροσεξίας ἢ ἀπαλείφω ἀσπλάγχνως ὅσους εὕρω πλατειασμούς. Ἔπειτα βασανίζων τὴν λέξιν, βασανίζω τὴν ἰδέαν. Ἄνθρωπος ἐπιμελούμενος τοῦ ὕφους του, ἐπιμελεῖται ἐπίσης καὶ τῶν ἐννοιῶν του. Ἐν τῇ δημιουργικῇ φιλολογία τὸ ὕφος εἶνε τὸ πρῶτον χαρακτηριστικὸν δοκιμότητος καὶ ἐπιτυχίας. Πιστεύσατέ μοι· εἶνε πρόληψις, ἐλεγχομένη ὑπὸ φιλοσοφικῶν λόγων, τὸ ὅτι ὑπάρχουν συγγραφεῖς καλλιτέχναι γράφοντες ὡραίαν γλῶσσαν καὶ ἄσχημα πράγματα. Ὡραία γλῶσσα τοὐναντίον εἶνε ἐκείνη, ἡ ὁποία ἀποδίδει ὡραίας ἐννοίας. Σχολαστικὸν δὲ ἀκαλλὲς καὶ βαρὺ ὕφος δὲν εἰμπορεῖ ποτὲ νὰ χαρακτηρίζῃ ἀξιανάγνωστον βιβλίον.