Σαν όνειρο (Γρηγόριος Ξενόπουλος)

Έχετε δει πουθενά αλλού πιο ωραίες οδηγίες δημιουργικής γραφής;



«Γράφω διηγήματα για τον κόσμο και θέλω να τα χαίρεται ο κόσμος. Μου αρέσει κάθε μου γραφτό, να είναι στη μορφή του τόσο απλό, ώστε με την ίδια σχεδόν άνεση να μπορεί να το διαβάζει κι ένας μαθητής Γυμνασίου και ο κύριος Παλαμάς. Δεν αγαπώ τα σύννεφα και τα σκοτάδια. εσπούδασα μαθηματικά στα νιάτα μου, κι εσυνήθισα να λέγω τα πράγματα απλά, καθαρά και ξάστερα.» 

Αὐτὸς ὁ τίτλος μοῦ ἔρχεται πρῶτος διὰ τὸ διήγημα, τὸ ὁποῖον σκοπεύω νὰ γράψω· οἱ λόγοι δὲ διὰ τοὺς ὁποίους τὸν προτιμῶ παντὸς ἄλλου, τὸν ὁποῖον θὰ εὕρισκα κατόπιν, εἶνε δύο: Πρῶτον ὅτι τὴν ἔκφρασιν αὐτὴν μετεχειρίσθη ἡ δυστυχὴς ἡρωΐς μου θέλουσά ποτε νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν βραχεῖάν της εὐτυχίαν· καὶ δεύτερον ὅτι καὶ εἰς ἐμὲ διήγειρε τῷ ὄντι τὴν ἰδέαν ὀνείρου εὐαρέστου τὸ γλυκὺ μελιχρὸν φῶς, τὸ ὁποῖον διέχυνεν εἰς τὴν εἴσοδον τῆς οἰκίας της κρεμαστὸς λαμπτήρ, ἀναφθεὶς τὴν πρώτην ἑσπέραν τῆς εὐτυχοῦς περιόδου τῆς ζωῆς της καὶ σβεσθεὶς ἀποτόμως τὴν τελευταίαν.
Ἐκ τούτου βλέπετε ὅτι ἡ ἱστορία, τὴν ὁποίαν θὰ διηγηθῶ εἶνε ἀληθής, ὅπως ὅλαι μου αἱ ἱστορίαι· διότι δὲν ἔγραψα ποτὲ σχεδόν, ἄνευ ἐνδοσίμου ἐκ τοῦ πραγματικοῦ βίου. Τὸ ἔργον μου εἶνε ἁπλῶς ἀντιγραφή, ἀλλ' ὑπό τινας ὅρους. Ἀποκρύπτω ἐν πρώτοις τὰ ὀνόματα, συγχύζων τὰ γεγονότα καὶ τοὺς χαρακτῆρας τόσον, ὥστε εἰς τὸν ἀδιάκριτον ἐξεταστὴν νὰ φαίνωνται ταῦτα καθαρῶς φανταστικά, ὅσον παρίστανται πραγματικὰ εἰς τὸν ἀληθῆ ἀναγνώστην. Συμπτύσσω ἐξ ἄλλου ἢ ἐπεκτείνω τὴν ὑπόθεσιν, ὥστε ν' ἀποτελῆται ἐξ αὐτῆς ὅσον τὸ δυνατὸν καλλιτεχνικώτερον σύνολον. Τελευταῖον, ἐκλέγω καὶ ἀναδεικνύω ἐκ τῶν μερῶν αὐτῆς ὅσα εἰς ἐμὲ ἀρέσουσι περισσότερον καὶ τὰ χρωματίζω ἀναλόγως τῆς ἰδιοσυγκρασίας μου, ὥστε ἐπὶ τοῦ ὅλου νἀποτυπωθῇ ἡ σφραγὶς τῆς ἰδίας μου ἀντιλήψεως· τοῦτο δ' ἀποτελεῖ ὅλην τὴν πρωτοτυπίαν εἰς τὰ ἔργα ἡμῶν τῶν ἀντιγραφέων, τὰ ὁποῖα δὲν εἶνε ἢ la nature vu à travers un temperament, κατὰ τὸν ὁρισμὸν τοῦ Ζολᾶ. Δὲν εἶνε βέβαια ἀνάγκη νὰ προσθέσω ὅτι, πρὸ πάντων τὸ τελευταῖον τοῦτο, γίνεται χωρὶς ἐγὼ νὰ ἔχω οὐδὲ τὴν παραμικρὰν συνείδησιν τῆς ἐργασίας μου.
Κατὰ ταῦτα, θὰ ὀνομάσω τὴν ἡρωΐδα μου Μαρίαν, θὰ ὑποθέσω δὲ ὅτι ἡ οἰκία μὲ τὸν μελιχρὸν λαμπτῆρα κεῖται ἐν Ζακύνθῳ. Οὕτω δύναμαι νὰ προχωρήσω ἢ μᾶλλον νἀρχίσω τὴν διήγησίν μου, φροντίζων νὰ ἐξαίρω τὰ χαρακτηριστικώτερα αὐτῆς σημεῖα: Τὸν ἔρωτα τουτέστι τοῦ Πέτρου Ἡρακλειώτη, νέου εὐγενοῦς καὶ πλουσίου, πρὸς τὴν Μαρίαν Δόξα, πτωχὴν κόρην τοῦ λαοῦ, καταλήξαντα εἰς κοινωνικῶς ἀνάρμοστον καὶ σκανδαλώδη γάμον. Διὰ νὰ ἔλθῃ φυσικὸν τὸ γεγονός, πρέπει νὰ λάμψῃ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἀναγνώστου ἡ ὡραιότης τῆς Μαρίας, ξανθῆς, γαλανῆς, λεπτῆς, μὲ ὠοειδὲς πρόσωπον, μ' ἐπίχαρι ἀνάστημα, μὲ λεπτὴν ἐπιδερμίδα, ὑπενθυμιζούσης μοι, ἐν ᾧ τὴν περιγράφω, μίαν παλαιὰν ἐρωμένην, διὰ τὴν ὁποίαν ἀφῆκα ὀλίγους, ἀλλ' ἐπωδύνους στεναγμούς… Ἐντὸς τοῦ φωτὸς τῆς καλλονῆς ταύτης θὰ ἐξωραϊσθῶσιν ὅλα τὰ λοιπὰ αἰσθήματα καὶ πράγματα: ἡ σεμνότης καὶ ἡ καλὴ τῆς κόρης ἀνατροφή· ὁ θερμὸς ἔρως τὸν ὁποῖον ἀνταπέδωκεν εἰς τὰς ἐκδηλώσεις τοῦ Πέτρου· ἡ περιφρόνησις τούτου ἐναντίον τῶν προλήψεων τῆς κοινωνίας, καὶ ἰδίως τῆς ἀριστοκρατικῆς, τὴν ὁποίαν ἐμίσει· ἡ παντελὴς ἐν τῷ οἴκῳ, ἐκ τοῦ θανάτου τῶν στενῶν συγγενῶν, ἀπομόνωσίς του· ἡ νεότης του καὶ ἡ ἀπόλυτος περὶ τὸ ἐνεργεῖν ἐλευθερία του. Ὅλα ταῦτα πρέπει νὰ παρασταθῶσιν ἐναργῶς, ἄνευ φλυαρίας, καὶ νὰ δικαιολογηθῶσι, διὰ νὰ μὴ ξενισθῇ ὁ ἀναγνώστης πρὸ τοῦ γάμου. Ἡ ἐκ πλημμελοῦς ἐκτελέσεως παρεκτροπὴ ἀπὸ τοῦ φυσικοῦ, ἀποτελεῖ ἀσύγγνωστον λάθος εἰς τὸ πραγματικὸν διήγημα.
Μετὰ τὸν γάμον, εὐθὺς θἀναφθῇ ὁ μελιχρὸς λαμπτὴρ εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ἀπεράντου οἰκίας, κλειστῆς τέως καὶ σκοτεινῆς, ὡσεὶ πενθούσης. Εἶνε τὸ σύμβολον τοῦ ὡραίου φωτός, ὅπερ ἔλαμψεν ἐν αὐτῇ, τῆς καλλονῆς, τοῦ ἔρωτος, τῆς εὐτυχίας… Πρέπει νὰ εἰσέλθωμεν καὶ νὰ περιγράψωμεν τὸν σεμνὸν κόσμον τῶν αἰθουσῶν, τὴν ὡραίαν θέαν τοῦ ἐξώστου, τὰ εὐθαλῆ ἄνθη τοῦ ἀνδήρου. Θὰ θαυμάσωμεν τὴν γλυκεῖαν καὶ ἤρεμον ζωὴν τῶν ἠγαπημένων συζύγων, ἐν τῷ μέσῳ ὀλίγων ἀφωσιωμένων φίλων, ἄνευ οὐδεμιᾶς πεισματικῆς ἐπιδείξεως. Ἐδῶ θὰ ἐνθυμηθῶμεν − ἐκ νόμου ψυχολογικοῦ καὶ χάριν καλλιτεχνικῆς ἀντιθέσεως − τὴν πρώτην ἐποχὴν τοῦ ἔρωτός των, ἀγωνιώδη, ἀβεβαίαν· τὸν πτωχικὸν οἰκίσκον τῆς Μαρίας· τὸ ἰσόγειον παράθυρόν της μὲ τὰς γάστρας τοῦ βασιλικοῦ· ἕνα πατέρα δύστροπον καὶ κακόν, ὁ ὁποῖος τὴν ὕβριζεν αἰωνίως· μίαν μητέρα ἀγαθήν, ἐλαφράν, ὑποθάλπουσαν ἐκ στοργῆς εὐέλπιδος τὸν ἔρωτα τῆς θυγατρός της· κάτι ἐπιστόλια ἐπὶ κοινοῦ χάρτου, ἀλλὰ λεπτὰ κι ὠρθογραφημένα… μίαν συνέντευξιν παλμώδη εἰς τὸ νύκτιον σκότος ἀδιεξόδου τινὸς δρομίσκου, ὅταν ἤρχισεν ἀσπλάγχνως νὰ βρέχῃ ἐπὶ τοῦ πηλώδους ἐδάφους… μίαν ἔκπληξιν γενικὴν εἰς τὰς περὶ γάμου προτάσεις καὶ μίαν χαρὰν ἄμετρον τὴν ἑσπέραν τῆς τελετῆς, ὅταν ὑπεράνω ὅλου τοῦ θορύβου ὑψώθη ἡ στριγμώδης φωνὴ τῆς κυρᾶ−Στάθαινας, τῆς καλῆς γειτόνισσας, ἡ ὁποία ἐσταυροκοπήθη καὶ ἀνέκραξε:
«Δόξα σοι ὁ Θεός, Θεέ μου! Τὸ εἶδα καὶ ἐτοῦτο!»
Οὕτω θὰ ὑποτυπωθῇ ἡ μεταβολὴ ἐν γένει τοῦ βίου. Ἡ κυρὰ Στάθαινα προσελήφθη ὑπηρέτρια. Ἐπὶ τῆς προσόψεως τοῦ πατρικοῦ οἰκίσκου, χάρις εἰς τὴν εὐτυχῆ θυγατέρα, διεχύθη ἓν ῥόδινον ἐπίχρισμα καὶ ἐντὸς αὐτοῦ ἡ μᾶλλον ἄνετος εὐζωΐα· ἀντὶ τῶν ὕβρεων τοῦ πατρός, αἱ θωπεῖαι τρυφεροῦ συζύγου· ἀντὶ τῆς πρώτης ἀθλιότητος, σκηναὶ ἀντάξιαι εἰδυλλίου. Ἀλλὰ μακρόθεν… Δὲν πρέπει νὰ εἰσέλθω ἀδιάκριτος εἰς τὸν κοιτῶνα τῶν συζύγων· ἡδυπαθῆ κοιτῶνα μὲ κυανῆν τοιχοστρωσίαν, βλέποντα πρὸς τὴν θάλασσαν.
Ὅπως δήποτε τὸ πρῶτον κεφάλαιον πρέπει νὰ τελειώσῃ μὲ καμμίαν σκηνήν, μὲ κανένα διάλογον. Ὁ διάλογος τοῦ διηγήματος, φυσικός, σπάνιος καὶ σύντομος, δὲν ἀρκεῖ νὰ συντελῇ μόνον εἰς τὴν ἐξέλιξιν τῆς ὑποθέσεως, ἀλλὰ πρέπει νὰ ᾖνε καὶ χαρακτηριστικός, νὰ ζωγραφίζῃ ἀμέσως τὰ συνομιλοῦντα πρόσωπα, τοὺς τρόπους των, τὰς σχέσεις των, τὰς συνηθείας των. Οὕτω δύναται νὰ φανῇ ἡ ἀρρενωπὴ περιπάθεια τοῦ Πέτρου, ἡ τρυφερότης τῆς Μαρίας, καὶ τῶν δύο ὁ ἀμοιβαῖος ἔρως, ὁ ἐξευρίσκων νέας πάντοτε ἐκφράσεις, νέας ἀσχολίας, νέας τέρψεις. Ἐν τῇ τελευταίᾳ ταύτῃ σκηνῇ πρέπει νὰ ἐντυπωθῇ καλῶς εἰς τὸν ἀναγνώστην, ἡ ἀνέφελος εὐτυχία, ἡ βασιλεύουσα ἐν τῇ ἀπεράντῳ οἰκίᾳ, μὲ τὸν μελιχρὸν λαμπτῆρα τῆς εἰσόδου.

Ἀσθενής… ὁ Πέτρος εἶνε ἀσθενής. Πρέπει νὰ λεχθῇ εὐθὺς καὶ ἄνευ περιφράσεων. Ὁ ἀναγνώστης διὰ τούτου μόνου θὰ αἰσθανθῇ, ἔστω καὶ ἀμυδρῶς, τὸ ἀπρόοπτον τὸ θλιβερόν, ὡς τὸ ᾐσθάνθη ἡ Μαρία ἐν μέσῳ τῆς εὐτυχίας της, τὴν δείλην ἐκείνην ὅταν δύο φίλοι του ἔφερον ἐφ' ἁμάξης τὸν Πέτρον, λιποθυμήσαντα αἰφνιδίως ἐν τῇ λέσχῃ.
Θὰ ἐξαπλωθῇ ἐπὶ μιᾶς κλίνης, στερεᾶς χρυσοειδοῦς, μὲ διαφανῆ παραπετάσματα, καὶ ἐντὸς τοῦ κοιτῶνος, σιγηλοῦ καὶ ἡμιφωτίστου, θὰ ἐξακολουθήσῃ βαίνουσα ἡ δρᾶσις. Δὲν πρέπει νὰ λησμονηθῇ ἡ προτεταμένη κοιλία τοῦ ἰατροῦ, τὰ μέλανα τόξα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Μαρίας καὶ ἓν δοχεῖον τεφρὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, μὲ δεσμίδα ῥόδων, καθημέραν ἀνανεουμένην. Θὰ ζωγραφηθῶσιν ἡμέραι καὶ νύκτες πλήρεις ἀγωνίας, θλίψεων, ἀγρυπνιῶν. Καὶ ἡ ἀσθένεια βαίνει ὁλοὲν ἐπὶ τὰ χείρω. Συγκροτεῖται ἓν ἰατρικὸν συμβούλιον, κατόπιν ἄλλο, καὶ τρίτον… ἀλλ' εἶνε ἀνωφελῆ. Ὁ Πέτρος θἀποθάνῃ. Αὐτὸ λέγουσιν ὅλοι οἱ ἰατροὶ πρὸς τοὺς φίλους τοῦ ἀσθενοῦς, ἀνυψοῦντες τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὴν ὀροφήν. Ἀλλ' ἡ Μαρία ἀγνοεῖ τὰ πάντα καὶ ἐξακολουθεῖ πιστεύουσα εἰς τὰς ἐλπίδας, τάς ὁποίας εὐσπλάγχνως τῇ ἐμπνέουσιν…
Λέξεις τρυφεραὶ ἀγάπης αἰωνίου, αἱ τελευταῖαι τοῦ Πέτρου πρὸς τὴν σύζυγόν του, θἀποπερατώσωσι τὴν πένθιμον σκηνήν. Ἡ τελευταία πνοὴ θἀποδοθῇ τὸ πρωΐ ἐνωρίς, μόλις ἡ ἠὼς χύσῃ γαλακτόχρουν τι φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ τοῦ κοιτῶνος… Τὸ κεφάλαιον πρέπει νὰ ἦνε σύντομον ὡς ἡ ἀσθένεια, καὶ νὰ διακόπτεται ἀποτόμως ὡς ὑπὸ τοῦ θανάτου. Προσοχὴ εἰς τὸ ὕφος· ἡ φράσις τόρα νὰ ᾖνε μακρὰ καὶ ἀγωνιώδης, ὡς ἡ θλίψις καὶ ἡ ἀγρυπνία. Λέξεις τινὲς μόνον διακεκομμέναι θὰ φέρωνται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἐν μέσῳ ἀποσιωπητικῶν, ὡς οἱ στεναγμοί, τὰ δάκρυα καὶ τὸ ψυχορράγημα…

Ἀποθνήσκει ἄνευ τέκνου, ἄνευ διαθήκης. Ἡ Μαρία ἀπομένει ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος. Ἐπέρχεται τότε τὸ σμῆνος τῶν μακρινῶν συγγενῶν, ἐχθρικῶς ἀπ' ἀρχῆς διακειμένων καὶ πρὸς αὐτὴν καὶ πρὸς τὸν Πέτρον, ἓν σμῆνος ἁρπακτικόν, κατακτητικόν, ἄσπλαγχνον. Ἐρίζουσι, διαρπάζουσιν, ὑβρίζουσι, λῃστεύουσι. Μεταξὺ αὐτῶν δὲν θὰ λησμονηθῇ γηραιὰ κυρία ἀριστοκρᾶτις. Ἰσχνή, ὑψηλὴ μὲ χρυσᾶς διόπτρας, ἀλλ' ἀπεχθεστάτη τὴν ὄψιν, ἡ βιαιοτέρα καὶ ἀπληστοτέρα ὅλων, ἡ ὁποία περιφρονεῖ καὶ ἀποφεύγει ὡς ὂν μολυσμένον τὴν Μαρίαν, ὡραίαν καὶ σεμνὴν ὑπὸ τὰ ἐνδύματα τῆς χηρείας καὶ τοὺς δακρυβρέκτους ὀφθαλμούς. Ἡ κόρη τοῦ λαοῦ, ἂν καὶ μελανείμων, διεγείρει τὴν ἰδέαν προβάτου ἀφώνου, ἐμπεσόντος εἰς λύκους.
Ἐπὶ τέλους τὸ σπαράττουσι. Οἱ δικηγόροι στρεψοδικοῦσι. Στηριχθέντες ἐφ' ἑνὸς ἄρθρου τοῦ Νόμου, ψυχροῦ καὶ σκληροτραχήλου ὡς αὐτοί, καταλαμβάνουσι τὴν οἰκίαν καὶ ἀποδιώκουσι τὴν χήραν κακὴν κακῶς. Ἐκείνη ἐγκαταλείπει ἑαυτήν. Οὔτε ἔχει κανένα ὑπερασπιστήν, οὔτε θέλει, οὔτε δύναται νὰ ἔχῃ, ἄνευ ὑβριστικῆς ὑπονοίας. Πτωχὴ νεᾶνις τί ἰσχύει ἀπέναντι πλουσίων καὶ εὐγενῶν; Μίαν ἑσπέραν, προηγουμένου ἑνὸς κιβωτίου εἰς τοὺς ὤμους ἀχθοφόρου, ἐγκαταλείπει ἄδακρυς τὰ δώματα ἔνθα διῆλθε σὰν ὄνειρο ἡ εὐτυχία της, διαβαίνει τὴν εἴσοδον, ἐν ᾗ δὲν λάμπει πλέον ὁ μελιχρὸς λαμπτὴρ ὡς ἄστρον δύσαν μετὰ τῆς εὐτυχίας, − καὶ ἀπέρχεται… Πενθοῦσαν τὴν ὑποδέχεται ὁ πατρικὸς οἰκίσκος μὲ τὸ ἀνάρμοστόν του ἔνδυμα, τὸ σχεδὸν εἰρωνικόν· φορεῖ ῥόδινα, ὡς ἐβάφη ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὸν γάμον της…
Τὴν ἀδικίαν ταύτην δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πατάξῃ οὔτε δριμὺς χαρακτηρισμός, οὔτε πικρὰ εἰρωνεία ἐν τῇ γλώσσῃ. Ἡ ξηρὰ ἀφήγησις τῶν γεγονότων ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει εἶνε ἡ καλλιτέρα μέθοδος. Κινεῖται οὕτως ἡ αὐτενέργεια τοῦ ἀναγνώστου, ὁ ὁποῖος δύναται νἀναγνώσῃ πολλὰ μεταξὺ τῶν γραμμῶν.

−−−

Ἐδῶ χρειάζεται μικρὰ διακοπὴ καὶ ἀνάπαυσις. Τὸ τέλος πρέπει νὰ γράφεται μὲ πολλὴν ἡσυχίαν, διὰ νὰ μὴ φανῇ ὁ συγγραφεὺς βιαζόμενος νὰ τελειώσῃ. Ἐν ᾧ τὸ πρᾶγμα εἶνε πολὺ φυσικόν, κάμνει πολὺ κακὴν ἐντύπωσιν καὶ εἰς τοὺς ἀναγνώστας καὶ εἰς τοὺς κριτικούς.

Πάλιν πτωχὴ… καὶ ἐπὶ πλέον δυστυχής. Τῇ ἀπομένει μόνον ἡ ἀνάμνησις ὡς ὀνείρου, ἀντανακλωμένη ἐντὸς τῶν γαλανῶν της ὀφθαλμῶν… Τὴν βλέπω τόρα ἐμπρός μου μὲ τὰ μαῦρα, ἀντιτιθέμενα πρὸς τὴν ῥοδίνην ὄψιν τοῦ οἰκίσκου, τίς οἶδε τί ὀνειροπολοῦσαν παρὰ τὸ παράθυρον, τὸ ὁποῖον ἔξωθεν περιθέει ἀνέρπων κισσός… Ἡ καρδία μου αἱμάσσει πρὸ τῆς εἰκόνος καὶ μὲ καταλαμβάνει ἀγανάκτησις ἐναντίον τῆς τύχης καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐνάρετος αὕτη καὶ ὡραία, ἡ ἀγαπήσασα τόσον, δὲν ἐδικαιοῦτο νἀπαιτῇ παρὰ τῆς μοίρας ζῶντα παρ' αὐτῇ τὸν σύζυγόν της; ἀλλὰ καὶ ὅταν αὐτὸς ἀπέθανε − διότι δὲν ὑπάρχει πλέον Μοῖρα, − οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἀφήσωσιν ὅπως τὴν εἶχεν ἐκεῖνος, εἰς ἀμοιβὴν τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς αὐταπαρνησίας της; Φεῦ! ἡ κακία εὗρε σύμμαχον τὸν … δικηγόρον.
Ἡ σκέψις αὕτη, ἡ τόσον ἀπαισιόδοξος, δὲν πρέπει νὰ ἐκφρασθῇ ποτὲ ἐν τῇ συνεχείᾳ τοῦ διηγήματος. Ἀντὶ διηγηματογράφου, δηλ. ζωγράφου ἐκ τοῦ ἀληθοῦς, θὰ ἐφαινόμην τότε νεφελώδης ἱεροκῆρυξ. Τοὐναντίον ἡ ἀρχικὴ σκέψις πρέπει νὰ ὑπολανθάνῃ, νὰ διαπνέῃ ἑκάστην γραμμήν, ἑκάστην λέξιν τῆς διηγήσεως, καὶ νὰ παρίσταται ἀμέσως εἰς τὴν πρώτην φιλοσοφικὴν βλέψιν τοῦ ἀναγνώστου. Οὕτως ὑπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς εἰκόνος κρύπτεται ἡ ἀφῃρημένη ἰδέα τοῦ ζωγράφου.
Καὶ ἀποτελεῖται ἕως ἐδῶ τὸ διήγημα, ἀλλὰ δὲν τελειόνει· διότι τὰ διηγήματα δὲν πρέπει νὰ ἔχουν τέλος πλῆρες − ἂν ἐπιτρέπεται ἡ φράσις. Πρὶν ἢ τὸ ἀντιγράψω − ἐπὶ τῆς μιᾶς ὄψεως ταινιῶν χάρτου καὶ καθαρά, πρὸς εὐκολίαν τοῦ τυπογράφου − πρέπει νὰ ἐπιθεωρήσω τὸ ὕφος. Μέ τινας μεταθέσεις ἢ μεταβολάς, καθίσταται μουσικωτέρα, ἁρμονικωτέρα ἡ φράσις. Ἐν τῇ ἐπιθεωρήσει ἀντικαθιστῶ διαφυγοῦσαν ἀκυρολεξίαν, ἢ καλλύνω τὴν ἔκφρασιν, διορθόνω ἀπροσεξίας ἢ ἀπαλείφω ἀσπλάγχνως ὅσους εὕρω πλατειασμούς. Ἔπειτα βασανίζων τὴν λέξιν, βασανίζω τὴν ἰδέαν. Ἄνθρωπος ἐπιμελούμενος τοῦ ὕφους του, ἐπιμελεῖται ἐπίσης καὶ τῶν ἐννοιῶν του. Ἐν τῇ δημιουργικῇ φιλολογία τὸ ὕφος εἶνε τὸ πρῶτον χαρακτηριστικὸν δοκιμότητος καὶ ἐπιτυχίας. Πιστεύσατέ μοι· εἶνε πρόληψις, ἐλεγχομένη ὑπὸ φιλοσοφικῶν λόγων, τὸ ὅτι ὑπάρχουν συγγραφεῖς καλλιτέχναι γράφοντες ὡραίαν γλῶσσαν καὶ ἄσχημα πράγματα. Ὡραία γλῶσσα τοὐναντίον εἶνε ἐκείνη, ἡ ὁποία ἀποδίδει ὡραίας ἐννοίας. Σχολαστικὸν δὲ ἀκαλλὲς καὶ βαρὺ ὕφος δὲν εἰμπορεῖ ποτὲ νὰ χαρακτηρίζῃ ἀξιανάγνωστον βιβλίον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: