Ο ΚΥΡ ΑΝΕΣΤΗΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Τον κυρ Ανέστη τον γνώρισα ή, μάλλον, τον άκουσα πρώτη φορά, όταν πήρε τηλέφωνο να ζητήσει τον πατέρα μου, που κάνανε παρέα στα γεροντίστικα στέκια τους. Φοιτητής, εγώ, τότε, στην επαρχία, επισκεπτόμουν συχνά την πρωτεύουσα και το πατρικό σπίτι. Φωνή καθαρή, σταθερή, σίγουρη. Μου έκανε εντύπωση απ’ την αρχή.
Είχα ακούσει, ήδη, γι’ αυτόν. Δάσκαλος, συνταξιούχος, περασμένα ογδόντα, γέρος κοτσονάτος, ο μεγαλύτερος της παρέας τους των υπερηλίκων, ζήλια και λαχτάρα των υπολοίπων να φτάσουν τα χρόνια του με τη δική του αξιοπρέπεια. Από κουβέντα; ζωντανή εγκυκλοπαίδεια του εικοστού αιώνα, που έγερνε, τότε, στη δύση του. Κάθε του ρυτίδα και μια σελίδα, κάθε του κλείσιμο των ματιών για να βυθιστεί στις αναμνήσεις μια στιγμή, ολόκληρος τόμος, εμπειρία ζωντανή, αποτυπωμένη, για όσα κι οι λέξεις δεν φτάνουν να περιγράψουν.
Ύστερα τα ’φερε η τύχη, τον συνάντησα. Πέρασα απ’ το σπίτι του για κάποια δουλειά και με κράτησε για ένα τσίπουρο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ κι ευτυχώς, όπως αποδείχθηκε, κάθισα.
Και μιλήσαμε. Ώρα αρκετή. Κι αυτό επαναλήφθηκε, κάποιες φορές ακόμη. Κι έλεγε λόγια ζωντανά, που σου ανοίγουν την όρεξη ν’ ακούσεις, κι ας άφηνες, μερικές φορές, άλλα πράγματα που η νιότη ή η συνήθεια επίτασσαν να κάνεις.
Εκείνο που του άρεσε να αναφέρεται περισσότερο ήταν η δουλειά του. Δάσκαλος του παλιού καιρού; δεν φέρνει, πάντα, τους καλύτερους συνειρμούς. Μα ο μπαρμπα-Ανέστης είχε ψυχή. Ψυχή που έβγαινε δυνατή, καθαρή, ακέρια, σε κάθε του λέξη, σε κάθε του νεύμα, ακόμα κι όταν, κάποιες φορές, λίγες είναι η αλήθεια, έχανε τον ειρμό της σκέψης του· θες από τη λήθη, θες από τις δεκαετίες που δούλευαν ακατάπαυστα τα κύτταρα του εγκεφάλου του, θέλανε, κι αυτά, συχνά-πυκνά να ξεκουράζονται πια. Μα, ανέκαμπτε αμέσως κι η σπίθα στο μάτι του ξανάναβε, γρήγορα, να ξεπεράσει τη ντροπή που ξέχασε την κουβέντα του. Και δώσ’ του να μιλάει με τις ώρες για το σχολείο εκείνα τα χρόνια. «Σήμερα ζούμε όλοι σαν βασιλιάδες! Και τα σχολεία είναι αρχοντικά, σε σχέση με παλιότερα. Έλα, να δεις, πού κάναμε μάθημα, τότε! Ταβάνια να στάζουν, μια ξυλόσομπα να ντουμανιάζει και στο πάτωμα, κάποιες φορές, μόνο χώμα. Αλλά, υπήρχε παντού φτώχεια τότε, δεν μας έκανε διαφορά». Και να πίνει μια γουλιά από το ποτήρι του, κάνοντας παύση, έτσι, ως έμπειρος ομιλητής και συνομιλητής, για να δει και το ενδιαφέρον του άλλου – απλά ενδιαφέρον; δεν ήταν να χάνεις λέξη απ’ τον κυρ Ανέστη – και να συνεχίζει: «Τα παιδιά; βοηθάγανε στις δουλειές στα χωράφια και στα ζωντανά και, αν περίσσευε κι έδιναν στο μπακάλη τίποτ’ αυγά ή κανένα κεφαλάκι τυρί, ήταν τυχερά: είχανε κοντύλι ή τετράδιο να γράψουν!». Άλλοτε, πάλι, το στήθος του ταραζόταν από ένα γέλιο, αλλά, συχνά, μέχρι να φτάσει στο στόμα του, είχε γίνει συγκρατημένο χαμόγελο, κι ως τα μάτια, θλίψη· πώς να γελάσεις με τη φτώχεια και την ανέχεια; «Ξυπόλυτα γύρναγαν τα ταλαίπωρα, αγόρια, κορίτσια. Όχι όλα κι όχι πάντα, αλλά… Θυμάμαι μια φορά που ένα αγροτόπαιδο είχε πολύ πειραχτεί που κάποια άλλα είχανε βάλει παπούτσια· μαύρα, φτιαγμένα στο χέρι από τσαγκάρη στο κεφαλοχώρι. Την άλλη μέρα, λοιπόν, ήρθε με τα γυμνά του πόδια βερνικωμένα, κατάμαυρα, στο σχολείο!»
Είχε περάσει και περιπέτειες, ο κυρ Ανέστης. Να σού λέει ότι η κατοχή τον βρήκε νεοδιόριστο δάσκαλο στο Κιλκίς και τους απαγορεύτηκε να φύγουν. Έμειναν τρεις δάσκαλοι, δυο χρόνια κοντά, εγκλωβισμένοι, να σπέρνουν σιτάρι για να ζήσουν. Η κατάληξη; Απέδρασε, τελικά, μεταμφιεσμένος σε ελεγκτή της υπεραστικής συγκοινωνίας, για να φτάσει στο χωριό του, κάπου στη Μεσσηνία. Κι ήταν η αξιοπρέπεια στο ύφος του, όχι φαντασμένη κομπορρημοσύνη, αλλά σφραγίδα έγκυρης εξιστόρησης, ιστορία γνήσια της ζωής, που δε σου άφηνε αμφιβολίες για τα λεγόμενά του.
Βρεθήκαμε, λοιπόν, κάμποσες φορές με το μπαρμπα-Ανέστη. Και πέρασαν ώρες, ακούγοντάς τον να μου λέει για τα μαθήματα, τότε, που τα παιδιά μάθαιναν γράμματα σε καιρούς δύσκολους, αλλά με αποτέλεσμα. «…Που έκαναν κανονικά, όλη τη Γραμματική, χωρίς άρπα-κόλλα, αλλά και Καλλιγραφία, μαθαίνοντας να γράφουν σωστά και όμορφα. Όχι σαν και τώρα, που τα περισσότερα είναι ανορθόγραφα, και κανένας, παιδάκι μου, δεν ξέρει το γιατί. Που έκαναν τις τέσσερις πράξεις της Αριθμητικής, με έναν τρόπο και καλά. Όχι σαν και τώρα, που κάνουν δέκα τρόπους, και δεν μαθαίνουν κανένα». Τι να του απαντήσεις σε αυτά; Όσες αντιρρήσεις κι αν σκεφτόσουν, ποια «τεκμηριωμένη» απάντηση, τίνος τεχνοκράτη του Υπουργείου Παιδείας, να σταθεί απέναντι στα σταράτα λόγια του γερο-δάσκαλου;
«Μα ήταν δύσκολη και του δασκάλου η ζωή», να μου λέει, άλλοτε. «Ήμασταν υποχρεωμένοι να μένουμε στο χωριό που δουλεύαμε, πολλά χρόνια μετά την κατοχή ακόμη. Κι ήτανε πρωί-απόγευμα το σχολείο. Και μετά, που μας επέτρεπαν να μένουμε αλλού, πού να πας; Άμα ήσουνα ανύπαντρος, έμενες μέσα στο σχολείο. Μετά, που πήρα μια φλορέτα, γερό μηχανάκι, γερμανικό, νοίκιασα στο κεφαλοχώρι. Και δώσ’ του να παλεύω με τις λάσπες το χειμώνα, για να φτάσω στο χωριό. Κι όταν ‘φεύγαν τα παιδιά, για να ξανάρθουν το απόγευμα, η ώρα του ερημίτη: Έπιανα το ψήλωμα κι αγνάντευα τον κάμπο, μόνος, ξεχασμένος». Και το γεροντικό του μάτι να πεταρίζει, όπως συνέχιζε: «Μια χρονιά, ήρθε στο σχολείο κι η Γεωργία· νεαρή δασκάλα, νεοδιόριστη, εκείνη, τότε, όμορφη. Κάτι συζητήθηκε για μας τους δυο. Έρχεται ο επιθεωρητής, φόβος και τρόμος, εκείνα τα χρόνια, με ρωτάει: ‘Πώς πάει η Γεωργία;’ κι εγώ τον ανήξερο: ‘Η γεωργία, μια χαρά, έβρεξε φέτος, κάρπισαν οι σοδειές στο χωριό!’ Μετά τη στεφανώθηκα, μου έδωσε και τρία παιδιά, ας πάει στη συχώρεση, μου στάθηκε σαν γυναίκα, καλά περάσαμε».
Μια μέρα, δεν κρατήθηκα, τον ρώτησα: «Δέρνατε, παλιά, τα παιδιά, πολύ, ε;». «Παλικάρι μου, άλλοι καιροί τότε. Κι όταν έχεις σαράντα, πενήντα, εξήντα παιδιά μες την τάξη, αγριοπαίδια, που τα ‘χαν με το ξύλο και τη φοβέρα από το σπίτι, τι να κάνεις; Το θέμα είναι, να μην ξεσπάς τα νεύρα σου στα παιδιά, με όποιον τρόπο. Ξέρεις πώς είναι ο σωστός δάσκαλος; Θέλεις να σου πω; Σαν την εικόνα του Χριστού, στον τρούλο της εκκλησίας, αυτή, που οι αγιογράφοι λένε παντοκράτορα. Το βλέμμα αυστηρό, ελέγχει, αλλά στα χείλη ένα υπομειδίαμα, συγχωρεί…»
Κι άκουγα, άκουγα με τις ώρες το γερο-δάσκαλο να μου λέει πράγματα για το σχολείο και τη ζωή γενικότερα, στα παλαιότερα χρόνια. Κι εγώ, νέο παιδί, σφουγγάρι ζωντανό, μάζευα το απόσταγμα της εμπειρίας και της σκέψης ανθρώπου μυαλωμένου, που ό,τι έβλεπε, ό,τι άκουγε, ό,τι του τύχαινε, το περνούσε από το μύλο νου συνετού και το ‘κανε γνώση, για να τη δώσει στους άλλους και να διδάξει, γεννημένος δάσκαλος: «Ο Έλληνας ποτέ δεν άκουγε τους νόμους, όπως θα ‘πρεπε· τους αψηφούσε. Και ξέρεις τι τον έσωζε; το φιλότιμο! Αυτό! Όπως το είπε ο Αγαμέμνονας στους στρατιώτες του, όταν φέρθηκαν με ασέβεια στα ιερά των Τρώων: ‘Αιδώς, Αργείοι!’. Δηλαδή, ντροπή σας! Αυτό τους έπιασε, αυτό έπιανε και σε μας, μέχρι πρόσφατα. Μετά τον πόλεμο, δεν ξέρω τι έγινε, κάτι οι πολιτικοί μας που έχασαν πρώτοι την τσίπα, κάτι που μαζεύτηκε ο κόσμος στις πόλεις, με τον καιρό χάθηκε το φιλότιμο. Τι έμεινε; Θα το δεις στις μέρες σου. Να ξαναβρούμε το φιλότιμο, να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον κι όλοι μαζί για τον τόπο, αυτό θα μας σώσει…»
Έλεγε, έλεγε ο κυρ Ανέστης, μέντορας ψυχών, όλα του τα χρόνια. Και άντε να μου δείχνει φωτογραφίες, που ήτανε νέος με την κυρα-Γιωργία στην αυλή του σχολείου ή με την πιστή του φλορέτα, τη «Μαρκησία», που την έλεγε, γιατί «…κι αυτά ψυχή έχουνε!». Κι εγώ να ψάχνω, συχνά, αφορμές να τον συναντήσω, για να τον ακούσω. Κι αυτός να χαίρεται για το μονομελές, έστω, ακροατήριό του, που του ‘δινε την ευκαιρία να διαλέγει απ’ τον πλούτο του αναμνήσεις και σκέψεις, εκλεκτές κάθε φορά.

********

Ύστερα; ύστερα τελείωσα τις σπουδές, πήγα στρατό. Μια μέρα, γύρισα στο πατρικό μου σπίτι, με άδεια και έμαθα το νέο. Ο κυρ Ανέστης έφυγε, να πάει σ’ άλλους τόπους, να δασκαλέψει. Δε λυπήθηκα, τουλάχιστον όχι αμέσως που τ’ άκουσα. Ζωή γεμάτη, πλήρης ημερών, πώς να τη μετρήσεις και να τη βγάλεις λειψή, πως κάτι θα ‘λειπε ακόμη, κάτι να προλάβει να κάνει, κάτι να προλάβει να πει. Είδε, έκανε, είπε, όσα ήτανε στο μερτικό του κι έφυγε. Παίρνοντας μαζί του μια αλλιώτικη παρέα των φοιτητικών μου χρόνων, μια ζωντανή γεύση από την Ελλάδα του εικοστού αιώνα· και μας άφησε, ως δάσκαλος γνήσιος όλα του τα χρόνια, γνώση. Να την κάνουμε κι εμείς κάτι, προχωρώντας, αποτύπωμα ξεχωριστό, σε σκέψεις στο μυαλό μας, λόγια στ’ αυτιά μας, εικόνες στα μάτια μας. Ακόμα και μυρωδιές, ναι, μυρωδιές, όπως από το τσίπουρο, το φτιαγμένο από τον ίδιο, σε κάποιο υπόγειο στο Μαρούσι, που ζέσταινε το μέσα μας, όπως κι οι αναδρομές στο σχολείο του χτες, που τόσο γνήσια και μαστόρικα κατάφερνε.____________

Δεν υπάρχουν σχόλια: