Ο Κώστας Βάρναλης απαγγέλει - Η Μάνα του Χριστού

ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ - ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ

ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ " 1974

Ανήκω σε μια χώρα μικρή (Γ. Σεφέρης)


Στοκχόλμη, 10 Δεκεμβρίου 1963   
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.   Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: “Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα” λέει ο Ηράκλειτος, “ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν”.   Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (εννοεί τον Μακρυγιάννη), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: “…θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε…” Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης. Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του  ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νόμπελ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του. Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.   

ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ "ΕΤΣΙ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ Η ΚΛΟΠΗ" !!!

Πωλείται πατρίς - Χαρρυ Κλυνν

10 ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ

Μαχάτμα Γκάντι Οι 10 Θεμελιώδεις Αρχές

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ 2035

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ

Ο ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΣ ΤΡΙΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

TΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΤΟ ΧΡΥΣΕΛΕΦΑΝΤΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΣ 1ο

Δελφοί, ο ομφαλός της γης

Οι αριθμοί μας

Ο Παρθενώνας του Κώστα Γαβρά

Billy Elliot, ο μεγάλος χορευτής

"Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ" (Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ) ΕΠΕΙΣ.1/18

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΕΙΡΑ "Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ" (ΑΝΔΡ. ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ)

Μαντάμ Σουσού - 9 - Τέχνη και φασολάς

Μαντάμ Σουσού - 1 - Ιχθυοπωλείον το 'Λούβρον'

ΠΩΣ ΝΑ ΠΙΑΣΕΤΕ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η θεατρική ομάδα του 1ου Γυμνασίου Ναυπάκτου συνομιλεί με την ηθοποιό Ειρήνη Ευαγγελάτου

Έξι παιδάκια ζουν χωρίς νερό, ρεύμα και φαγητό...!

Ο Γιώργος είναι 11 ετών. Δεν τρώει κάθε μέρα. 
Αλλά όποτε έχει μαζί του ένα τοστ, το μοιράζεται με άλλα παιδιά στο σχολείο που πεινούν και λιποθυμούν, επειδή κι αυτά έχουν μέρες να φάνε, όπως αυτός. «Τους έχω πει ό,τι έχουν στη ζωή τους να το μοιράζονται. Ακόμη κι αν αυτό είναι ένα ποτήρι νερό, και το κάνουν».  Η Βασιλική Τριανταφύλλου πλέον δεν έχει ούτε αυτό. Το νερό το έκοψαν, το ρεύμα το ίδιο...
αλλά όταν πήγαμε στο σπίτι της οικογένειάς της, προσφέρθηκε να μας κεράσει ένα ποτήρι νερό από το μπουκάλι που είχε μείνει. «Είναι το μόνο που έχω να σας προσφέρω», μας είπε, αλλά το έλεγε με την καρδιά της, περιγράφουν οι συντάκτες της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.

Τη στιγμή που κάποιοι πανηγυρίζουν για το πρωτογενές πλεόνασμα, η Βασιλική και τα έξι παιδιά της στεγάζουν τα όνειρα και τις ελπίδες τους σε ένα μικρό σπίτι στις εργατικές κατοικίες του Αιγάλεω, που έχει δύο μικρά δωμάτια, μία στενή κουζίνα κι ένα μικρό σαλόνι. Αλλά κι αυτό κινδυνεύουν να το χάσουν από τα τέσσερα απλήρωτα ενοίκια.


Δεν ονειρεύονται τη μεγάλη ζωή... Θέλουν μόνο παπούτσια, ρούχα, λίγο φαγητό για να επιβιώσουν κι έναν αγγειολόγο για να γιατρέψει δωρεάν τη 16άχρονη Γαβριέλλα, που το μόνο που επιθυμεί είναι «μια κανονική ζωή, χωρίς να πονάω». 

Δεν είναι ο πόνος από το σφίξιμο στο στομάχι της που γουργουρίζει. Αυτός περνάει με λίγο ρύζι, μία φέτα ψωμί. Κι όταν ούτε αυτά δεν υπάρχουν, ένα πιάτο χυλόσουπα από το φακελάκι με το αλεύρι, το μοναδικό φαγώσιμο στο ντουλάπι της κουζίνας, παρηγορεί την πείνα των παιδιών, κάθε τέσσερις μέρες.

Είναι ο πόνος που σφίγγει το κεφάλι και το μέτωπό της, τη γνάθο, τη μύτη. Αλλά αυτός δεν περνάει με τίποτα, γιατί τα χρήματα για να γίνει η μαγνητική (600-700 ευρώ) δεν υπάρχουν· η σύνταξη πολυτέκνων των 200 ευρώ κόπηκε για να «μαζευτεί το χρέος προς τη Γερμανία», όπως λέει στην «Κ.Ε.» η μητέρα της, και το βιβλιάριο απορίας δεν καλύπτει την εξέταση.

«Να πάω πού;»

Η μητέρα της είναι άνεργη. Τα 10 ευρώ που δίνει το μήνα η εκκλησία μετά βίας επαρκούν για ένα πιάτο φαΐ και αυτό φυσικά για μία μέρα. «Ξέρεις τι είναι να λιποθυμούν στο σχολείο τα παιδιά σου και να σε παίρνουν τηλέφωνο; Να πρέπει να γεμίσεις το στομάχι τους; Εξι παιδιά που ζουν συνέχεια με το φόβο να μείνουν στο δρόμο; Νιώθω ανίκανη», μας λέει. «Να πάω πού; Πού να μείνω; Ποιος θα μας δώσει μια στέγη; Πού να πάω με έξι παιδιά, δεν είναι ένα...».

Τα μάτια της δακρύζουν. Ελπίζετε; Και μας απαντάει «Ναι», χωρίς να το σκεφτεί στιγμή. «Ελπίζω στους ανθρώπους. Δεν νομίζω ότι χάθηκε η ανθρωπιά. Υπάρχουν άνθρωποι φτωχοί που καταλαβαίνουν. Σε αυτούς απευθύνομαι. Ενας υπουργός δεν μπορεί να καταλάβει. Ενας άνθρωπος που περνάει τα ίδια μπορεί. Δεν έχει εγωισμό», μας εξηγεί.
Τη ρωτάμε αν από τη γειτονιά βοηθούν. «Είμαστε μια φτωχή γειτονιά. Ο ένας βοηθάει τον άλλον όσο κι όταν μπορεί. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως η κατάσταση έχει παραγίνει. Πολλοί ψάχνουν τα βράδια στα σκουπίδια. Οι συνθήκες είναι απελπιστικές», μας λέει. Τη ρωτάμε αν έχει συγγενείς να τη βοηθήσουν. «Οι συγγενείς μου είναι τα παιδιά μου. Ο,τι συμβαίνει το συζητάω μαζί τους. Μαζί με αυτά παίρνω αποφάσεις κι ας είναι μικρά, αφού όλα μαζί τα περνάμε», προσθέτει.

«Αν το κράτος σώθηκε από τα 200 ευρώ που παίρναμε εμείς οι πολύτεκνοι, και τα έκοψαν χωρίς να κρίνουν καν ποιοι τα είχαν πραγματική ανάγκη, τότε τι να πω; Συγχαρητήρια. Σκέφτηκα να αυτοκτονήσω, αλλά δεν το έκανα για τα μικρά. Με κάνουν και χαμογελάω. Μου δίνουν δύναμη. Αλλά υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που το έκαναν. Κι αυτοί δεν πέθαναν από καλοσύνη. Κάποιος τους έφτασε εκεί», συμπληρώνει.

«Αν δεν ξέρεις πώς είναι να πεινάς, δεν καταλαβαίνεις. Στην εποχή του πολέμου καταλαβαίνεις. Αλλά και τώρα γίνεται... πόλεμος και δεν ξέρεις το γιατί. Τώρα πια δεν χρειάζεται να σηκώσουν όπλο», καταλήγει και αναρωτιέται τι θα κόστιζε ένα γάλα, μια φέτα ψωμί ή ένα φρούτο να δίδεται σε όλα τα σχολεία για να μη λιποθυμούν τα παιδιά από την πείνα.

Η Βασιλική Τριανταφύλλου μιλάει ανοιχτά. «Δεν έχω κάνει κάτι που να ντρέπομαι. Το μόνο που έχω κάνει είναι έξι παιδιά και νιώθω τύψεις που δεν μπορώ να τους προσφέρω», εξομολογείται.


«Αναγκάστηκα να χτυπήσω πόρτες για να βρω ένα ζευγάρι παπούτσια για το γιο μου. Δεν ήταν το νούμερό του. Ηταν στενά. Γέμισαν τα πόδια του πληγές. Σήμερα τον έστειλα στο σχολείο με κοριτσίστικα», καταλήγει.

Τα στοιχεία της Βασιλικής είναι στη διάθεση της εφημερίδας. Ο μεγάλος της γιος είναι 25 ετών και πάσχει από ψυχιατρικά νοσήματα. Εχει δύο κόρες, ηλικίας 19 και 16 ετών, κι ακόμη τρεις γιους ηλικίας 17, 11 και 5 ετών. Δεν θέλει χρήματα. Ζητάει ρούχα και παπούτσια για τα παιδιά της. Τρόφιμα και έναν αγγειολόγο. Οποιος μπορεί να τη βοηθήσει, ας επικοινωνήσει με την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Κι όπως ζήτησε και σε μας, «μη με λησμονήσετε φεύγοντας». 

Άσκηση: Είσαι μια γειτόνισσα της Βασιλικής και παίρνεις την πρωτοβουλία να ευαισθητοποιήσεις κάποιους φίλους σου, για να βοηθήσετε έμπρακτα την οικογένεια. Συζητάς με κάποιον γνωστό σου, που είναι εναντίον όλων αυτών και αναθέτει την όλη ευθύνη στο κράτος. Να καταγράψεις το διάλογο που διαδραματίζεται μεταξύ σας.

Μύρτις, η πιο νέα ηλικιωμένη!


«Το όνομά μου είναι Μύρτις, ωστόσο δεν πρόκειται για το αληθινό μου όνομα! Μου το έδωσαν οι αρχαιολόγοι που ανακάλυψαν το 1994-1995 τα οστά μου μαζί με άλλους 150 σκελετούς σε έναν ομαδικό τάφο στην Αθήνα, συγκεκριμένα στην περιοχή του Κεραμικού. Μπορεί να μοιάζω κορίτσι του 21ου αιώνα αλλά σας διαβεβαιώνω ότι είμαι ένα εντεκάχρονο παιδί που έζησε και πέθανε στην Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ.  Πώς, λοιπόν, μπορεί ένα παιδί από την αρχαία Αθήνα να γίνει “Φίλος της Χιλιετίας” των Ηνωμένων Εθνών;
Οι επιστήμονες είναι σίγουροι ότι ήμουν ένα από τα θύματα του λοιμού που έπληξε την Αθήνα στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, το 430-426 π.Χ. Γνωρίζουν, επίσης, ότι αιτία του θανάτου μου ήταν ο τυφοειδής πυρετός: η αρρώστια που σκότωσε τον Αθηναίο πολιτικό, Περικλή, και περίπου το ένα τρίτο όλων των κατοίκων της πόλης εκείνη την εποχή. Λένε, επίσης, πως η επιδημία συνέβαλε στην τελική ήττα της Αθήνας από την Σπάρτη κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Το κρανίο μου βρέθηκε σε ασυνήθιστα καλή κατάσταση και αυτό ενέπνευσε τον καθηγητή Ορθοδοντικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μανώλη Ι. Παπαγρηγοράκη, να ξεκινήσει, σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, την ανάπλαση του προσώπου μου. Να ‘μαι, λοιπόν! Μπορείτε να δείτε το αποτέλεσμα των προσπαθειών τους στη φωτογραφία μου: είμαι σχεδόν όπως την ημέρα που πέθανα.
___Ο καθηγητής Μανώλης Ι. Παπαγρηγοράκης πίστευε ότι η “αναβίωσή” μου δεν θα έπρεπε να είναι μόνο μια ευκαιρία για να δει ο κόσμος το πρόσωπο ενός κοριτσιού που έπαιζε στoυς πρόποδες της Ακρόπολης όταν οι Αθηναίοι δημιουργούσαν τον Παρθενώνα, αλλά ήθελε επίσης η “επιστροφή” μου να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στον κόσμο και στους ηγέτες του. Ο θάνατός μου ήταν αναπόφευκτος. Τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν είχαμε ούτε τη γνώση ούτε τα μέσα για την καταπολέμηση θανατηφόρων ασθενειών. Όμως εσείς, οι άνθρωποι του 21ου αιώνα, δεν έχετε καμία δικαιολογία. Διαθέτετε όλα τα απαραίτητα μέσα και πόρους για να σώσετε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, εκατομμυρίων παιδιών που όπως εγώ πεθαίνουν από αρρώστιες οι οποίες μπορούν να προληφθούν και να θεραπευτούν. 2.500 χρόνια μετά το θάνατό μου, ελπίζω ότι το μήνυμά μου θα επηρεάσει και θα εμπνεύσει περισσότερους ανθρώπους να εργαστούν και να κάνουν πραγματικότητα τους “Στόχους της Χιλιετίας της Ανάπτυξης”. Ακούστε με! Ξέρω τι λέω. Μην ξεχνάτε ότι είμαι πολύ μεγαλύτερη και ως εκ τούτου πιο σοφή από εσάς.»
εγκαινια εκθεσης μυρτις
Η Μύρτις είναι το κεντρικό πρόσωπο της έκθεσης «Μύρτις: Πρόσωπο με πρόσωπο με το παρελθόν», η οποία έχει ξεκινήσει μια προγραμματισμένη περιοδεία στην Ελλάδα και σε πόλεις του εξωτερικού. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι τα κρούσματα του τυφοειδούς πυρετού παγκοσμίως κυμαίνονται μεταξύ 16 και 33 εκατομμυρίων ετησίως, με 500.000 έως 700.000 θανάτους. Σχεδόν εννέα εκατομμύρια παιδιά κάτω των πέντε ετών πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που μπορούν να προληφθούν και να θεραπευτούν.

Γλωσσική αυτοβιογραφία (Π. Νιρβάνας)


Πώς πρωτογνώρισα, πώς πρωτοαντίκρισα στη ζωή μου τη γλώσσα δε θυμάμαι
καλά καλά. Όταν άρχισα να πρωτολέω τα λόγια που λένε σήμερα κι οι κούκλες, όταν
τους ζουλούνε το στομάχι τους, δεν ήξερα πως το πράγμα αυτό λέγεται: Γλώσσα. Έμαθα να μιλώ, όπως έμαθα να τρώω, να περπατώ και να τραβώ τα γένια του πατέρα μου.
Όλοι μιλούσαν γύρω μου και μου φαινότανε πολύ φυσικό. Το μόνο που μου φαινότανε
αφύσικο ήταν γιατί δε μιλούσε σαν εμένα κι η γάτα μας. Της έκανα πολλές τυραννίες,
την τσίμπησα, της έσφιξα τον λαιμό, τη μάδησα για να μιλήσει, μα επειδή και καλά δεν
ήθελε να βγάλει λέξη, το πήρα απόφαση. Τότε η μητέρα μου μου είπε πως η γάτα είχε
τη δική της γλώσσα. Ήτανε η πρώτη φορά που έλαβα κάποια ιδέα πως υπάρχει μια
γλώσσα που μιλούσα εγώ κι άλλη μια που μιλούσε η γάτα μας και πως με το στανιό δεν
μπορούσα να την κάνω να μιλάει σαν κι εμένα.
Ύστερα άκουσα κι άλλους ανθρώπους, που μιλούσαν και δεν τους καταλάβαινα.
Ήτανε ένας Ιταλός ψαράς, μια ξανθή δασκάλα κι ο γιατρός του σπιτιού μας. Όταν τους
άκουγα, μ’ έπιαναν τα γέλια. Είχαν κι αυτοί τη γλώσσα τη δική τους, κι επειδή όλες οι
ξένες γλώσσες μού φαίνονταν ένα πράμα, είχα την ιδέα πως η γάτα μας καταλάβαινε τι
έλεγαν. Ύστερα η μητέρα μου μου είπε πως ο ψαράς μιλούσε ιταλικά, η δασκάλα
γερμανικά κι ο γιατρός στην καθαρεύουσα*. Έπειτα τα συνήθισα όλα αυτά, όπως
συνηθίζει καθένας κάθε παράξενο, και μου ’μενε η
διασκέδαση, όταν έβλεπα τον ψαρά, να
φωνάζω ξεκαρδισμένος, πίσω από κανένα
έπιπλο: πέσι! πέσι! όταν έβλεπα τη δασκάλα:
φροϊλάιν, φροϊλάιν! κι όταν
έβλεπα τον γιατρό: φέψη,
φέψη. Το φέψη αυτό
υποθέτω τώρα πως
ήθελε να πει:
αφέψημα*. 
* καθαρεύουσα = η μορφή της ελληνικής γλώσσας που ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους
ως το 1976. 
* αφέψημα: το ζεστό ρόφημα από φύλλα ή άνθη φυτού που βράζονται στο νερό.
Και περνούσα ωραία τον καιρό μου. Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε πως είναι καιρός ν’ αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος και μου ’φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόντυλα και μολύβια. Τέτοια παιχνίδια δεν είχα δει ακόμα, τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα.
Ο δάσκαλος πήρε δυο καρέκλες, τις έβαλε κοντά στο τραπέζι, δίπλα δίπλα, κάθισε κοντά
μου και μου είπε κάποια λόγια που δεν τα θυμάμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να
μου μιλάει, θυμήθηκα τον Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο δάσκαλος
με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δάσκαλος είπε τότε
– το θυμάμαι καλά: 
— Μη το μαλώνετε, κυρία. Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν
ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούνε. Ύστερα συνηθίζουν.
Ο δάσκαλος είχε δίκιο. Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα,
παρατατικούς, υπερσυντέλικους, μέσους μέλλοντες, δυϊκούς αριθμούς*: 
τῷ ἀνθρώπῳ, τοῖν ἀνθρώποιν και χίλια δυο πράγματα, που δεν τα θυμάμαι σήμερα.
Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον "άνθρωπο", σε δύο λεπτά το "τύπτω, τύπτεις". Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ’ τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράματα: «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμακοντυλοπελεκητή», και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ’ ένα συνηρημένο: "χρυσέος χρυσος, το χρυσέου χρυσοῦ…" δεν ξέρω πώς κόλλησα στο τέλος: «Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;…» με μια γρηγοράδα καταπληκτική.
Ο δασκαλάκης μού χτύπησε μια με το χάρακα στο κεφάλι. Ήτανε η πρώτη φορά που μ’ έδειρε.
Ωστόσο ήμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλο μου όταν μπαίνω σ’ ένα σπίτι, να τρώω με το πιρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροί μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντελίκους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου έκανε εντύπωση.
Πλησίαζε σε λίγο η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ’ άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί, πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: «Χρόνια πολλά, να ζήσετε!». Κι έπαιρνα τα δώρα μου μ’ ένα φιλί. Τώρα όμως ήμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μού είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί πρωί.
 – Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω;
– Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα Ελληνικά και δεν θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράψε.
Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και το άλλο πρωί, το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου ’δωσε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: «Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι.» Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είναι λίγος μάλιστα καιρός που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε κι εσείς:

«Πότνιοι γεννήτορες! ᾿Επὶ τῇ πρώτῃ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἀνάπλεως συγκινήσεως κι’ εὐγνωμοσύνης, ἀνθ’ ὧν πολλά τε μὲ ἠγαπήσατε, πολλά τε δ’ εὐ ἐποιήσατε,ἐπεύχομαι ὑμῖν ὑγείαν, εὐτυχίαν καὶ πᾶν τò καταθύμιον.
῎Ερρωσθε,
ὁ ἐσαεὶ εὐγνώμων υἱός»

Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα.
Από τότε, πρέπει να τ’ ομολογήσω, η αγάπη μου και η υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με τη λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρό μου ήτανε να μάθω να γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης.
Δεν άργησα να το καταφέρω. Με τη βοήθεια των κυρίων άρθρων της "Παλιγγενεσίας", που παίρνανε εκείνο τον καιρό στο σπίτι, και με κάτι σημειώσεις, που κρατούσα από όλες τις λέξεις που χτυπούσαν στο αφτί από τον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη και το Λουκιανό, έγινα "λόγιος νέος", από μαθητής της πρώτης του Γυμνασίου. Οι εκθέσεις μου στο σχολείο έκαναν εντύπωση. ένας καθηγητής μου και αγαπητός μου φίλος τώρα μού είχε γράψει κάτω από μια έκθεσή μου: «Ξένης χειρός όζει». Θαρρώ πως το βλέπω ακόμα με κόκκινα ζωηρά γράμματα. Ποτέ στη φιλολογική μου ζωή δεν έλαβε τέτοιο θυμίαμα η φιλοδοξία μου. Η γλώσσα άρχισε να υψώνεται μπροστά μου σαν είδωλο. Τα στοιχεία του αλφαβήτου μού φαίνονταν σαν κάποιες νότες, με τις οποίες έπαιζα μια μουσική που λίγοι την ήξεραν. Η τυπογραφική μελάνη άρχισε τον ίδιο καιρό να μου γαργαλίζει τη μύτη και ο συγγραφεύς να σκιρτά στα σπλάχνα μου.
Δεν είχα αισθανθεί την ανάγκη να πω κάτι τι, ούτε είχα τι να πω. Ήθελα μόνο και μόνο να γράφω όπως έγραφε η "Παλιγγενεσία". Οι φράσεις, οι λέξεις, τα σχήματα του λόγου πετούσαν μέσα στο νου μου. Ζητούσα ένα σώμα να το ντύσω με τα ωραία αυτά κυριακάτικα φορέματα. Η ψυχή μου δηλαδή έμοιαζε σαν εμπορικό ετοίμων ενδυμάτων. Ήσαν όλα κρεμασμένα, ένα ένα με τη σειρά. Στο τέλος εύρισκα μια έννοια, μια κούκλα. Η κούκλα παρουσιαζότανε μπροστά μου με πρόστυχα, φτωχικά ρούχα.
Είχα την αντίληψη που είχε ο Σούτσος για το Σολωμό: «Ιδέαι πλούσιαι φτωχά ενδεδυμέναι».
Της έβγαζα τα κουρέλια της και την έντυνα τα γιορτιάτικα. Παραδείγματος χάριν: «Ένα πρωί περπατούσαμε στο περιγιάλι». Τα έτοιμα ρούχα αμέσως σε ενέργεια: «ὡραίαν τινα πρωίαν ἐβαδίζομεν παρά θῖνα ἁλός». Κι έτσι έβγαινε ένα έργο. Οι εφημερίδες του τόπου μας την άλλη ημέρα μού χαρίζανε την αθανασία.
Ο τίτλος του "λογίου νέου" μού ανήκε.

Παύλος Νιρβάνας, Τα Άπαντα, 3ος τόμος, εκδ. Χρήστου Γιοβάνη, Αθήνα, 1968 (διασκευή)

Άσκηση: Εσύ πώς έμαθες να γράφεις και να διαβάζεις; Γράψε τι εντύπωση σου έκαναν στην αρχή τα γράμματα, πόσο δυσκολεύτηκες και γιατί και πώς αισθάνθηκες όταν έμαθες να διαβάζεις.

Η Σαρακοστή (του Μπάμπη Άννινου)

Η καημένη η θεια-Μαργαρώ κάπου θα βρίσκεται εκεί ψηλά τώρα στον παράδεισο, που τόσο πολύ πίστευε, παρέα με τ΄ αγγελάκια, στα «χρυσά τα σύννεφα», κοντά στήν κυρά την Παναγία και όλους τους Αγίους, που θυμιάτιζε και μνημόνευε με τόσες μετάνοιες, κάθε απόβραδο μπροστά στο εικονοστάσι και προσκυνούσε με τρίδιπλες μετάνοιες στη μικρή ενοριακή της εκκλησιά…
Κι όμως, δεν το ‘λπιζε να πάει κι έλεγε:
- Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! Γι΄ αυτό, δεν πρέπει κανένας να ολιγωρεί και να κάνει τα πρεπούμενα. Εκείνα που μας έχουνε μάθει οι πατεράδες μας και που ξέρανε οι παλιοί…
sarakosti1Κι ανάμεσα σ΄ αυτά τα «πρεπούμενα», που ενέπνεε μιαν αληθινή και αφελής ευλάβεια και πίστη, τις μετάνοιες, τα θυμιάματα, τα σταυροκοπήματα, τ΄ αγιοκέρια που φώτιζαν με την ψιλή τους φλόγα, το εικονοστάσι της γωνιάς με τ΄ άσπρα νταντελωτά μπερντεδάκια, ολονυκτίες στα πανηγύρια, τους όρθρους στις μεγάλες δεσποτικές γιορτές, την ταχτική παρακολούθηση της λειτουργίας και την αυστηρή τήρηση όλων των θρησκευτικών καθηκόντων, η μεγάλη δουλειά ήτανε η Σαρακοστή κι η νηστεία… Νήστευε τα Τετραδοπαράσκευα, νήστευε τις προηγιασμένες, νήστευε των Αγίων Αποστόλων, το Δεκαπενταύγουστο, της Σταυροπροσκύνησης, κάθε φορά που το έγραφαν  τα «χαρτιά» και που το νόμιζε αναγκαίο η ψυχούλα της. Μα η μεγάλη νηστεία ήταν η «Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή».
- Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! έλεγε η καημένη η θεια-Μαργαρώ, κι εμείς οι πειρασμοί, εκπρόσωποι του Πονηρού και του Παγκακίστου, μέσα στο ήρεμο αναχωρητήρι της καλής γερόντισσας, εβάλαμε σκοπό να την κολάσουμε!… Μιαν εβδομάδα ολόκληρη, ύστερα από την Καθαρή Δευτέρα, ενήστευε παραδειγματικά, με μαρουλάκια, ελίτσες, βρεχτοκούκια, και κάπου κάπου λιγάκι χαλβά, που ήταν τα μόνα επιτρεπόμενα εδέσματα του νηστίσιμου «οψολογίου» της και μονάχα την πρώτη Κυριακή εμετρίαζε λίγο τη νηστεία κι εμαγείρευε κανένα λαδερό, αγκιναροκούκι, κανένα λαδοπίλαφο με ξερό χταπόδι… Κι έπειτα, λιγάκι ρετσινάτο, «για να στυλωθεί κανενός η καρδιά του, γιε μου!» επισφράγιζε πραγματικά την «κατάλυση οίνου και ελαίου».
Όσο για τα καρύδια και τα σύκα, που εφίλευε εμάς, τα παιδόπουλα, ήταν για τη θεια-Μαργαρώ πράγματα απαγορευμένα… Όχι από τα περίφημα «πρεπούμενα», μα γιατί δεν είχε πια κανένα δόντι. Όμως, για μας, τα πάστρευε με προσοχή και δεν μας τα ΄δινε ποτέ ατσάκιστα, κι είχε πολλούς λόγους, εκτός από την καλοσύνη της, για τούτο. Φρόντιζε πρώτα πρώτα για την ακεραιότητα της κόψης της πόρτας, που τα μαγκώναμε ανάμεσα και την εκάναμε καρυδοσπάστη, αφήνοντας σημαντικά σημάδια της χρησιμοποίησης αυτής, μα και για την ασπράδα των ασβεστωμένων πεζουλιών της αυλής, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να τσακίσουμε τα καρύδια, χτυπώντας τα με λιθάρια!…
- Μπρε Ιούδες!… Μπρε Ιούδες! εξεφώνιζε, σαν εκαταλάβαινε κατιτί τέτοιο… Ελάτε εδώ, μπρε, να σας τα τσακίσω εγώ!…
Και δεν ήξερε κανένας τι την επονούσε πιο πολύ απ΄ τα τρία: τα δόντια μας, το μάγκωμα της πόρτας ή το λέρωμα των πεζουλιών;
Κι όμως εμείς, οι «Ιούδες», εβαλθήκαμε να τη λερώσουμε!… Έξω, στο παράσπιτο, στην άκρη της αυλής, για να μη λερώσει την κουζίνα που άστραφτε από πάστρα και γυαλοκοπούσαν τα μπακιρικά, είχε βάλει να μαγειρέψει το περίφημο λαδοπίλαφό της με το χταπόδι, ενώ για μας, σ΄ άλλο τσουκάλι, έβραζε αληθινό πιλάφι με το κρέας, ένα «ατζέμ πιλάφι» από κείνα που μονάχα η θεια-Μαργαρώ ήξερε να φτιάνει αλτρουιστικά για την τέρψη των άλλων!… Κι ο Πειρασμός ξελαμπάδιασε μονομιάς μέσα στο μυαλό μας, εκεί που παίζαμε «καλόγερο» στα άσπρα καί μαύρα πλακάκια της αυλής… Κι ούτε καιρό δεν χάσαμε σε μάταιη συνεννόηση… Με μια ματιά, συνεννοηθήκαμε και το κακό έγινε. ΄Ενα κομμάτι κρέας, παχύ και όλο ψαχνό, έσμιξε μέσα στο λαδοπίλαφο με τα ισχνά κομμάτια του ξερού χταποδιού…
Με τι καρδιοχτύπι περιμέναμε το μεσημέρι, με τι ανυπομονησία προσμέναμε ν΄ αρχίσει το φαγητό της, ξεχνώντας μες στα πιάτα το νόστιμο δικό μας πιλάφι και κοιτάζοντας το λαδοπίλαφό της…
sarakostiΚαι να… Εκεί που δεν το προσμέναμε πια, ύστερα από την πρώτη-δεύτερη μπουκιά, το πιρούνι της ανάσυρε το σώμα του εγκλήματος. Το γύρισε από δω, το γύρισε από κει, με ιερή φρίκη. Το γεροντικό της, μα τόσο συμπαθητικό, πρόσωπο πήρε μια έκφραση συντριβής, και μας κοίταξε ύστερα, ενώ εμείς σκύβαμε τα μάτια στα πιάτα μας, έτοιμοι να γελάσουμε, μα χωρίς να μπορούμε… Περιμέναμε τη δίκαιη τιμωρία μας. Μα εκείνη είπε μονάχα με σπαραγμό, σπρώχνοντας το πιάτο:
- Η αμαρτία στο λαιμό σας!…
Κι αλήθεια, θαρρείς σαν η Αμαρτία να ήταν κάτι το ψηλαφητό, κάποιο πράγμα ήρθε κι έκατσε πραγματικά στο λαιμό μας!… Κομπιάσαμε, ξεροκατάπιαμε, αφήσαμε το φαΐ μας και, μπρουμιτίζοντας στο τραπέζι, αρχίσαμε τα κλάματα.
Τότε η καλή γερόντισσα, που ο θρήνος μας κι η μεταμέλειά μας την είχε συγκινήσει, κατανικώντας κάθε της απέχθεια, κάθε της ευλάβεια και κάθε πεποίθηση, προσπάθησε να μας παρηγορήσει. Και παίρνοντας το κρέας του Πειρασμού, άρχισε να τρώει κι αυτή, μπροστά στα κατάπληκτα και κλαμένα μάτια μας, λέγοντας:
- Να, μπρε σεις!… Φάτε!… Κι άστε τα κλάματα!… Να! Φάτε!… ο Θεός δεν ξεσυνερίζει!…

Άσκηση: Δώσε ένα διαφορετικό τέλος στο διήγημα.
                           ή...
               Γράψε το διήγημα από την ανάποδη

Πρόσφυγες στην Ελλάδα.Η ιστορία του Σάμερ και της Ρίμα


Σύροι πρόσφυγες στην Ελλάδα


Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα 1965

Ἡ κυρά μας ἡ μαμμή

Δεσποινὶς διευθυντής

Ο Αστραπόγιαννος

HELEN KELLER THE STORY OF MY LIFE

Agora

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ

Ο κύκλος με την κιμωλία (θεατρική παράσταση)

Θανασάκης ο πολιτευόμενος

Οι Γερμανοί Ξανάρχονται - (1948)

Ελευθέριος Βενιζέλος (1980)

Παύλος Μελάς - Μακεδονία Macedonia

Ελληνική ταινία - Η κυρα Φροσύνη και ο Αλή πασάς (1959)

Μπουμπουλίνα - Ταινία

Μαντώ Μαυρογένους

Ελληνική ταινία - Σουλιώτες (1972)

ΜΑΘΕΤΕ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΕ 1'

Ο ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΣ ΤΡΙΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ

ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ.wmv

Τώρα είναι η στιγμή! (Λεό Μπουσκάλια)

Να ζεις.. να αγαπάς και να μαθαίνεις...Λέο Μπουσκάλια

Χαλίλ Γκιμπράν- Η Ροδιά

Στα Άκρα; O ψυχίατρος Ματθαίος Γιωσαφάτ full

Το σώμα φωνάζει...αυτό που σωπαίνει το στόμα!

Μνημείο για τον Nelson Mandela.



Αποτελείται από 50 μεταλλικές 
ράβδους κομμένες με ακρίβεια με Laser υψηλής ενέργειας,
τοποθετημένες έτσι στο τοπίο, ώστε να αναπαριστούν την επέτειο των 50 χρόνων,
 που ο Nelson Mandela είχε συλληφθεί και φυλακισθεί, στις 6 Αυγούστου 1962,
 πριν την 27χρονη φυλάκισή του. . .
 Όταν βρίσκεται κανείς σε ένα συγκεκριμένο μέρος,
 οι μεταλλικές πλάκες (οι κολώνες του μνημείου) ταιριάζουν έτσι,
 που μπορεί να διακρίνει την εικόνα του Nelson Mandela, μέσα στο κελί !! 
 Τι ταιριαστό μνημείο για ένα μεγάλο άνδρα !!!

Ο γλύπτης είναι ο Marco Cianfanelli από το Johannesburg .
cid:1.1173635759@web172001.mail.ir2.yahoo.comcid:2.1173635760@web172001.mail.ir2.yahoo.comcid:3.1173635760@web172001.mail.ir2.yahoo.comcid:4.1173635760@web172001.mail.ir2.yahoo.com

Άσκηση: Αν ήσουν ο Νέλσον Μαντέλα, τι θα έγραφες σήμερα στους ισχυρούς της γης μέσα από τα κάγκελα της φυλακής;

Χιροσίμα (Αναπαράσταση της πυρηνικής έκρηξης- ντοκυμανταίρ του BBC)

Το βίντεο που πρέπει να βλέπουμε κάθε μέρα

Νίκος Ξυλούρης - Ερωτόκριτος (Τα θλιβερά μαντάτα)

Νικος Ξυλουρης Ακρα του ταφου σιωπη (στιχοι)

Να 'τανε το '21 - Γιώργος Νταλάρας

Ο Θούρειος του Ρήγα (Ν.Ξυλούρης)

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου (Ν.Ξυλούρης)

Παιδαγωγική προσέγγιση

Το παιδί μαθαίνει:

Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κριτική
Μαθαίνει να κατακρίνει.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην έχθρα
Μαθαίνει να καυγαδίζει.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ειρωνεία
Μαθαίνει να είναι ντροπαλό.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ντροπή
Μαθαίνει να αισθάνεται ένοχο.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κατανόηση
Μαθαίνει να είναι υπομονετικό.
Αν ένα παιδί ζει μέσα σε ενθάρρυνση
Μαθαίνει να έχει εμπιστοσύνη.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στον έπαινο
Μαθαίνει να εκτιμά.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στη δικαιοσύνη
Μαθαίνει μα είναι δίκαιο.
Αν ένα παιδί ζει μέσα σε ασφάλεια
Μαθαίνει να πιστεύει.
Αν ένα παιδί ζει μέσα σε επιδοκιμασία
Μαθαίνει να έχει αυτοεκτίμηση.
Αν ένα παιδί ζει μέσα σε παραδοχή και φιλία
Μαθαίνει να βρίσκει την αγάπη μέσα στον κόσμο.

Ενέργεια του νου: Ξενοφωντα ¨Ελληνικά¨- Παρωδία Δίκης:Comic

Ενέργεια του νου: Ξενοφωντα ¨Ελληνικά¨- Παρωδία Δίκης:Comic: elenajani PARODIA DIKIS-XENOPHON ''ellinika'' by elenajani | Make your own at www.toondoo.com

Όσο μπορείς - Wordle

Ο Σαμουήλ (Αρ. Βαλαωρίτης)


-Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν - κ' εκείνοι λαβωμένοι!
Κ'είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ' έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη!
Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης…
Κλεισμένος μες στην εκκλησά βρίσκετ' ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς καί θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου.
Βουβοί - δέν ανασαίνουνε. και βλέπεις κάπου-κάπου
όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους -
σπαθιά που τόσο εδούλεψαν γιά το γλυκό τους Σούλι!
Δε φαίνετ'ο καλόγερος. μόνος του στ' άγιο Βήμα
προσεύχετο κ'ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά-σφιχτά στα χέρια του εβάστα το Ποτήρι
και μύρια λόγι' απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Τα μάτια κατακόκκινα απ' τες πολλές αγρύπνιες
εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.

Τι θάλασσα, που κύματα έχει κρυφές έλπίδες !..
Σιγάτε βρόντοι τουφεκιών, πάψτε φωνές πολέμου,
Κι ο Σαμουήλ την ύστερη την κοινωνιά θα πάρη !
Κ' εκεί που κοίταζ' ο παπάς τη Σάρκα τού Θεού του,
εκύλησ' απ' τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάχνα
σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά-κρυφά ένα δάκρυ.
- Θεέ μου και πατέρα μου, θαμμένος εδωμέσα
εδίψασα... Χωρίς νερό η θεία κοινωνιά σου
θα έμεν' ατελείωτη... Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αυτό το μαύρο δάκρυ μου - μη το καταφρονέσης.
αμόλυντο και καθαρό βγαίν' απ' τα φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το - άλλο νερό δεν έχω.
Ήτανε ήλιος κ' έλαμψε το ιερό το σκεύος.
Το αίμα εζεστάθηκε, άχνισε, ζωντανεύει.
Αναγαλλιάζει ο Σαμουήλ που είδε τη Θεία Χάρη
και τρέμοντας αγκάλιασε το θεϊκό ποτήρι
και τόσφιξε στα χείλη του κι άκουσε που χτυπούσε
σαν νάτανε λαχταριστή καρδιά, ζωή γιομάτη.
Ανοίγ' ή Πύλη του Ιερού, σκύφτουν τα παλληκάρια.
τ' ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε,
και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια.
Επρόβαλ' ο καλόγερος. Το πρόσωπό του φέγγει
σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη.
Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ' ένα βαρέλι
πόκλειε μέσα θάνατο, φωτιά κι απελπισία.
Εκείνο μόνο τόμεινε..- εκείνο μόνο φθάνει !
Εμπρός στην Πύλη του Ιερού μονάχος του το στένει
και τρεις φορές το βλόγησε και τρεις φορές το φχέται.
Σάν νάταν Άγια Τράπεζα, σαν νάταν Αρτοφόρι
επίθωσ' ο καλόγηρος επάνω το ποτήρι,
και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι...
Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει -
κ' οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια:
Η δέησις

- Πατέρα μου, σ'εδούλεψα
πιστά σαράντα χρόνια,
καί τώρα στά γεράματα
μου δίνεις κατηφρόνια !
Το θέλημά σου ας γενή!
Λυπήσου μας, σπλαχνίσου
και πάψε την οργή σου !

Σ' εσένα, σαν ωρφάνεψα,
έδωκα την ψυχή μου -
το Σούλι μου τ' αγκάλιασα
στον κόσμο για παιδί μου.
Τώρα το Σούλι τόχασα…
Ηλθ' η στερνή μου μέρα -
θάλθω σ' εσέ, Πατέρα...

Μέτρησε πόσοι εμείναμε !
Οι άλλοι πεθαμένοι
μες στα λαγκάδια σέρνονται
νεκροί και λαβωμένοι!
Άταφ' αμοιρολόητα
σέπονται τα κουφάρια
στου λόγγου τα χορτάρια.
Όρνια και λύκοι εχόρτασαν
τα μαύρα κρέατά μας.
Συχώρεσε, συχώρεσε,
Πλάστη, τα κρίματά μας!
Και τώρα που θα νάλθωμε
κ' ήμείς στην αγκαλιά σου,
δέξου μας σαν παιδιά σου!

Και κοίταξε τα χέρια μας
τώρα σ' εσέ σκωμένα
πώς είν' από το άπιστο
το αίμα λερωμένα,
κ' ευχαριστήσου, Πλάστη μου,
και πές: «- Εύλογημένοι,
πιστοί μου ανδρειωμένοι!»
Τώρα το Σούλι απέθανε.
δεν έμειν' ένα χέρι
που να μπορή στα δάχτυλα
να σφίξη το μαχαίρι...
Πατέρα παντοδύναμε,
γενού σ' εμάς πατρίδα -
άλλη δεν έχω ελπίδα.

Εκεί ψηλά στο θρόνο σου,
στην τόση βασιλεία,
δώσε σ' εμάς τους δύστυχους
μικρή μια κατοικία,
να μοιάζη με το Σούλι μας -
και δώσε μου ένα βράχο
κ' εκεί το Κούγκι νάχω.
Χώμα στο Σούλι ελεύθερο
για να ταφώ δε μένει.
ελέησον με, Πλάστη μου,
συχώρεσε να γένη
το Κούγκι μου η εκκλησιά,
το Ιερό σου Βήμα
του Σαμουήλ το μνήμα.

Εδώ ποδάρι άπιστο
ποτέ δε θα τολμήση
(ποτέ ! το είπα, τ' ώρκισα )
το Κούγκι να πατήση.
Μαζί μου παίρνω τα κλειδιά,
Πλάστη μου, δεν τ' αφήνω -
ούτε σ' εσέ τα δίνω !
Εκεί ψηλά στον ουρανό
να τα φορή στη μέση
ο Σαμουήλ ο δούλος σου
θα σε παρακαλέση...
Πατέρα μου, μη πειραχθής -
κάμε μου αυτή τη χάρη:
άλλος να μη τα πάρη!

…Και τώρα, τώρα π' άκουσες
τον πόνο, τον καημό μας,
δέξου μας και θ'αφήσωμε
το Σούλι το γλυκό μας...
Το Σούλι - αχ ! πως τόχασα! -
ψυχή μου, μη δακρύσης,
είν' ώρα να τ' αφήσης!

Κι απλώνοντας τα χέρια του στους πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα που θαν' αφήσω
τον κόσμο και στον ίσκιο σου
θάλθ' ο φτωχός να ζήσω,
μια χάρη θέλω, Πλάστη μου:
- τα πέντε τα παιδιά μου
να τάχω συντοοφιά μου!
Τ'ανάθρεψα στον κόρφο μου -
για ιδέ τα, τα καημένα,
άλλονε δέν άγάπησαν
παρά εσέ κ' εμένα.
Παιδιά μου, μή δειλιάζετε-
νάχετε την ευχή μου,
Θά ζήσετε μαζί μου !

Σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν
κ' η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει.
Παράπονο τους έπιασεν, όχι θανάτου φόβος,
και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις τόνα του το χέρι
το ιερό ποτήρι του και στ' άλλο τη λαβίδα,
αρχίνησε την κοινωνιά του Πλάστη να μεράζη...
Ο πρώτος εμετάλαβε - μεταλαβαίνει κι άλλος,
την έδωσε στον τρίτονε - κι ο τέταρτος την παίρνει,
και φθάνει ως τον ύστερο και τού τηνε προσφέρει.
Κ' εκεί πού έψαλλ' ο παπάς μέ τή γλυκειά φωνή του
του δείπνου σου του μυστικού / σήμερον Υιέ Θεού,..
φωνές ακούονται, χτυπιές, αλαλαγμός, αντάρα.
Πλακώσανε οι άπιστοι..- καλόγερε, τι κάνεις;..
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο -
και στάζ' απ'τή λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το γαίμα...
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος -
λάμπει στα γνέφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι!
Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο, και τι καπνό λιβάνι!..
Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύγνεφο κατάμαυρο κ' εθόλωσε τον ήλιο.
Κ' ενώ τ' ανέβαζ' ο καπνός, κ' ενώ το συνεπαίρνη,
το ράσο πάντ' αρμένιζε κ' εδιάβαινε σά Χάρος.
κ' εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν νάταν μυστική φωτιά ερρόγισε το λόγγο.
Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, έλιές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές - χαρές κ' ελευθερία.


Ο τελευταίος Παλαιολόγος (Γ. Βιζυηνός)


Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα,
ἢ μήπως καὶ σὲ φάνηκε, σὰν ὄνειρο, νὰ ποῦμε,
   σὰν παραμύθι τάχα;

-Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶ, κι᾿ ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι,
   σὰν νἄταν χτὲς μονάχα.

Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸν πύργον ἀπὸ κάτου,
εἶν᾿ ἕνα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σὰν παλάτι,
   σὰν ἅγιο παρακκλήσι;

Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του,
κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὕρη τὸ μονοπάτι,
   νὰ πὰ νὰ τὸ μηνύσῃ.

Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ξέρει,
περνᾷ π᾿ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει
   μὲ φόβο καὶ μ᾿ ἐλπίδα.

Ἔτσι κι᾿ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι,
ἐπῆγα καὶ προσκύνησα. Καὶ ἐδ᾿ αὐτοῦ μ᾿ ἐφάνη-
   Ὄχι μ᾿ ἐφάνη! Εἶδα:

Μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν᾿ ἄστρο, σὰν λυχνάρι,
σὰν μία φλόγα μυστική, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη.
   γαλάζια λάμψι χύνει.

Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρι,
ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει
   στὴν ἀργυρή του κλίνη.

- Ἀπέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται,
κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορῶνα στὸ κεφάλι,
   τὸ σκῆπτρο του στὸ χέρι.

Καί, σὰν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του
παραστᾶται, στὰ στήθη τ᾿ ὁ Σταυραετός, στὰ πόδια του
   προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι.

Ἐπάν᾿ ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδα παραστέκει,
κι᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸ ψηφωτὸ ζωνάρι
   τὴν μέση του κατέχει,

σὰν ἀστραπὴ π᾿ ἀπέμεινε χωρὶς ἀστροπελέκι,
ζερβιά, ὡς κάτου κρέμεται τ᾿ ἀστραφτερὸ θηκάρι-
   μέσα σπαθὶ δὲν ἔχει!

-Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναι τό; -Βαμμένο μέσ᾿ στὸ αἷμα,
ἀκόμ᾿ ὡς τώρα βρίσκεται σ᾿ ἑνὸς ἀγγέλου χέρι,
   στὸν οὐρανὸ ἐπάνου...

Ἤτανε τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ τὴν Πόλην ἐπολέμα.
Μέσα μία φοῦχτα ἐλεύθεροι, ἀπ᾿ ἔξω μύριο ἀσκέρι,
   οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου.

Κι᾿ ὁ Μωχαμὲτ ὁ ἴδιος του πὰ στ᾿ ἄγριό του ἄτι
-Δός μου τῆς Πόλης τὰ κλειδιά! τοῦ Κωνσταντίνου κράζει,
   καὶ τὸ σπαθί σου δός μου!

-Ἔλα καὶ πάρ᾿ τα! λέγ᾿ αὐτός, τοῦ Τούρκου τοῦ μουχτάτη
Ἐγὼ δὲν δίνω τίποτε! Τίποτ᾿ ἐνόσῳ βράζει
   μία στάλλα γαῖμα ἐντός μου!-

Κι᾿ ἐπρόβαλαν τὰ λάβαρα, κι᾿ ἀρχίνησεν ἡ μάχη!
Σαράντα μέραις πολεμοῦν, σαράντα μερονύχτια
   χτυπιοῦνται καὶ χτυποῦνε,

οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ κύματα κι᾿ οἱ Χριστιανοὶ σὰν βράχοι.
Κι᾿ οὔτε τῶν Φράγκων προδοσιαίς, οὔτε τῶν φλάρων δίχτυα
   τὸν Βασιλέα σειοῦνε.

Ἀπ᾿ ταὶς σαράντα κι᾿ ὕστερα Θεὸς τὸν παραγγέλλει.
-Γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ κρίματα, εἶναι γραφτὸ νὰ γείνῃ,
   προσκύνα τὸν Σουλτάνο!-

Μ᾿ αὐτός, τὸ χέρι στὸ σπαθί, πεισμόνεται, δὲν θέλει!
-Πρὶν μπρὸς σὲ Τοῦρκο τύραννο τὸ γόνατό μου κλίνῃ,
   πὲς κάλλιο ν᾿ ἀποθάνω!-

Ἔξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο χύνεται μὲ σπάθα γυμνωμένη,
καὶ σφάζει Τούρκων κατοσταὶς κι᾿ ἀγαρινῶν χιλιάδες-
   Ἐκεῖνος κι᾿ ὁ στρατός του.

Μὰ ἦτ᾿ ὀλίγος ὁ στρατός, κι᾿ οἱ πρῶτοι λαβωμένοι!
Ἔπεσαν τ᾿ ἀρχοντόπουλα ἔφυγαν οἱ Ρηγάδες,
   κι᾿ ἀπέμεινεν ἀτός του.

Ὅσο τὸν ζώνουν τὰ σκυλιά, τόσο χτυπᾷ καὶ σφάζει,
σὰν πληγωμένος λέοντας, σὰν τίγρη τῆς ἐρήμου,
   ποὺ τὰ παιδιά της σκώσουν.

Μὰ κεῖ τοῦ πέφτει τ᾿ ἄλογο! Καὶ πέφτ᾿ αὐτὸς καὶ κράζει.
-Δὲν βρίσκετ᾿ ἕνας Χριστιανὸς νὰ πάρ᾿ τὴν κεφαλή μου,
   πρὶν πᾶν καὶ μὲ σκλαβώσουν;-

Μιὰ τρίχα καὶ τὸν σκότωνεν Ἀράπικη λεπίδα!
Μὰ δὲν τὸ ἤθελ᾿ ὁ Θεός. Δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφίσῃ
   τῶν Χριστιανῶν τὸ Γένος

αἰώνια δίχως βασιλιᾶ κι᾿ ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα.
Γι᾿ αὐτὸ προστάζ᾿ ἕν᾿ ἄγγελο νὰ πὰ νὰ τὸν βοηθήση,
   σὰν ἦταν κυκλωμένος.

Κι᾿ αὐτὸς τὸν Μαῦρο λακπατᾷ, τὸν Βασιλὲ γλυτώνει.
τὸ κοφτερό του τὸ σπαθί του παίρν᾿ ἀπὸ τὸ χέρι,
   τοὺς Τούρκους διασκορπίζει.

Πὰ στὰ λευκά του τὰ φτερὰ τὸν Βασιλέα σκώνει,
μέσ᾿ στὸ πλατὺ τὸ σπήλαιο, ποὺ σ᾿ εἶπα, τόνε φέρει,
   κι᾿ ἐκεῖ τόνε κοιμίζει.-

-Καὶ τώρα πιὰ δὲν εἰμπορεῖ, γιαγιάκα, νὰ ξυπνήσῃ;
-Ὢ βέβαια! Καιροὺς καιρούς, σηκώνει τὸ κεφάλι,
   στὸν ὕπνο τὸν βαθύ του,

καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεὸς ὁρίσει,
καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθ᾿ ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ φέρῃ πάλι
   τὸ κοφτερὸ σπαθί του.

-Καὶ θἄρθη, ναί, γιαγιάκα μου; -Θἄρθη, παιδί μου, θἄρθη.
Καὶ ὅταν ἔρθῆ, τί χαρὰ στὴν γῆ, στὴν οἰκουμένη,
   σ᾿ ὅποιους θὰ ζοῦνε τότε!

Διπλό, τριπλὸ θὰ πάρουμεν αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπάρθη,
κι᾿ ἡ Πόλη, κι᾿ ἡ Ἁγιασοφιὰ δική μας θένα γένη.
   -Πότε, γιαγιά μου; Πότε;

-Ὅταν τρανέψῃς, γυόκα μου, κι᾿ ἀρματωθῇς καὶ κάμῃς
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι᾿ ὅλ᾿ ἡ νεολαία,
   νὰ σώσετε τὴν χώρα.

Τότε θὲ νἄρθ᾿ ὁ ἄγγελος κι᾿ ἀγγελικαὶ δυνάμεις,
νὰ μποῦνε, νὰ ξυπνήσουνε, νὰ ποῦν στὸν Βασιλέα,
   πὼς ᾖλθε πιὰ ἡ ὥρα!

Κι᾿ ὁ Βασιλὲς θὰ σηκωθῇ, τὴν σπάθα του θὰ δράξη,
καί, στρατηγός σας, θὲ νὰ μπῇ στὸ πρῶτο του βασίλειο
   τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.

Καὶ χτύπα, χτύπα θὰ τὸν πὰ μακρὰ νὰ τὸν πετάξῃ,
πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά, καὶ πίσ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο,
   ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!