Οι μαθητές γράφουν



Ναύπακτος, 13 Μαρτίου 1937

Αγαπητό ημερολόγιο,
    Πραγματικά δεν ξέρω τι να κάνω πλέον. Αρχικά το παραδέχομαι, δεν διάβαζα. Αλλά τώρα έχω βελτιωθεί, μέχρι εκεί που φτάνει το ξερό μου πάντα! Προκειμένου να γλιτώσω τη βέργα και όλα όσα ακολουθούν, θα έκανα τα πάντα! Και αυτό κάνω εδώ που τα λέμε, αλλά από εκείνο το περιστατικό ο δάσκαλος με έχει βάλει στο μάτι. Το όνομά μου είναι γραμμένο πρώτο-πρώτο στον κατάλογό του, κάθε μέρα, σε όλα τα μαθήματα. Χτες, λοιπόν, κάναμε θρησκευτικά..
-Χριστοδουλάτος! γκάριξε ο δάσκαλος.
-Μμάλιστα, κύριε, ψέλλισα εγώ.
-Όρθιος εις τον πίνακα να πεις μάθημα.. ΑΚΟΜΑ ΕΚΕΙ ΕΙΣΑΙ;
-Μάλιστα, κύριε,! είπα και σηκώθηκα άρον-άρον από την καρέκλα και από το φόβο μου μήπως βγάλει βέργα, βιάστηκα, σκόνταψα πάνω στο πόδι του θρανίου και σωριάστηκα φαρδύς πλατύς χάμω. Τέτοια ντροπή δεν έχω ξανανιώσει. Χτύπησα και τα γόνατά μου, αλλά δεν είχα χρόνο να σκεφτώ τον πόνο. Όλη η τάξη έμπηξε τα γέλια. Γύρισα προς τη μεριά του δασκάλου να δω, αλλά ευτυχώς ήταν αρκετά μακριά για να μου επιτεθεί. Τα μάτια του όμως πέταγαν σπίθες. Τι θα τράβαγα ο δόλιος..
-ΣΚΑΣΜΟΣ!! Φώναξε ο δάσκαλος και με μιας όλοι ησύχασαν. Σήκω πάνω, καραγκιόζη! Πρόσταξε κι αυτό έκανα. Είχε έναν υποτιμητικό τόνο στη φωνή του.
    Ύστερα άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις πάνω στο μάθημα, "τον καλό Σαμαρείτη". Όλα σωστά τα απάντησα και απορούσα με τον εαυτό μου. Έφταιγε το κατηχητικό που πήγαινα χρόνια τώρα ή μήπως το διάβασμα που είχα ρίξει χτες; Κανείς δεν ξέρει.
-Μπράβο, Σπυρίδων, κάθισε κάτω, είπε ο δάσκαλος. Εγώ τρελά ενθουσιασμένος και περήφανος γύρισα να κάτσω στη θέση μου, παίρνοντας ένα αυτάρεσκο ύφος, για να ξεπληρώσω τα ρεζιλίκια της τούμπας.
   Πριν όμως προλάβω να καθίσω, ακούω πάλι τον δάσκαλο:
-Για να δω και τι ξέρεις εκτός μαθήματος! Απάντα μου σε μία απλή ερώτηση, ποιος μαθητής πρόδωσε τον Ιησού;
Αφηρημένος όπως ήμουν απάντησα κι εγώ:
-Ο Ιωάννης κύριε! Και προχώρησα προς την θέση μου. Τότε ένιωσα τα βλέμματα όλων των συμμαθητών μου καρφωμένα στον δάσκαλο. Γύρισα και εγώ να τον κοιτάξω με τρόμο ενώ ένιωθα τον κρύο ιδρώτα στο σβέρκο μου. Και τι να δω; Μόνο αφρούς δεν έβγαζε από το στόμα. Σαν ταύρος που βλέπει το κόκκινο πανί, δηλαδή εμένα, και ετοιμάζεται για την μοιραία σύγκρουση.
   Άρπαξε την βέργα και ήρθε τρέχοντας σχεδόν προς το μέρος μου.
-Εμπαίζεις  τον Θεόν; Μου λέει και το πρόσωπό του ήταν τόσο κοντά στο δικό μου, που μπορούσα ξεκάθαρα να διακρίνω κάποιες πράσινες φλέβες πίσω από το ρυτιδιασμένο του μέτωπο. Σκέψου, Σπύρο, έλεγα από μέσα μου. Σκέψου, σκέψου, σκέψου. Αλλά το μυαλό μου είχε κολλήσει και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το πόσο θα είχε μεγαλώσει η συλλογή από τις πληγές στην παλάμη μου όταν θα γυρνούσα σπίτι.
-Όοχι, κύριε, απλά.. δεν θυμάμαι.. ψέλλισα..
-Δεν θυμάσαι;; Θα σε κάνω εγώ να θυμηθείς! Και πριν καταλάβω τι γινόταν, ή μάλλον ήξερα πολύ καλά, ο δάσκαλος με έπιασε από το αυτί, με έσυρε μέχρι την πόρτα, με έσπρωξε πάνω της μου έριξε δύο κλωτσιές και μερικές με την βέργα στα πισινά.
-Μήπως θυμήθηκες τώρα; Με ρώτησε με κοροϊδευτικό ύφος, αν και ήμουν σίγουρος ότι θα ήθελε να με χτυπάει για πολύ ακόμα.
   Τότε το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο Θανάση και διαβάζοντας τα χείλη του απάντησα:
-Ιούδας! Ο Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού!
-Μπράβο! Φώναξε ο δάσκαλος, άνοιξε την πόρτα και με μία δυνατή κλωτσιά με πέταξε έξω.
   Αυτή την φορά δεν ένιωσα καθόλου ντροπή. Είμαι σίγουρος ότι η ντροπή δεν ανήκει σε μένα. Στο κάτω-κάτω άνθρωπος είμαι και ήταν μια άτυχη στιγμή! Τόσες σωστές απαντήσεις έδωσα και σε σχέση με άλλες ημέρες τα πήγαινα πολύ καλύτερα! Άλλωστε αυτός δεν ήταν ο λόγος που τις έφαγα τη πρώτη φορά; Για να κάτσω να στρωθώ στο διάβασμα, για να μάθω. Και αυτό έκανα. Γιατί λοιπόν τιμωρούμαι πάλι και χειρότερα αυτή την φορά; Πολύ αχάριστος ο δάσκαλός μας..
    Εγώ, όπως και κάθε μαθητής, πιστεύω πως οι δάσκαλοι θα έπρεπε να είναι πολύ διαφορετικοί. Να χρησιμοποιούν μεθόδους που να μας κάνουν να αγαπήσουμε το μάθημα (όσο γίνεται) χωρίς να αναγκαζόμαστε να διαβάζουμε επειδή φοβόμαστε είτε την βέργα του είτε το βαρύ τους χέρι. Έτσι το μάθημα χάνει την ουσία του και το διάβασμα πλέον έχει ως μόνο κίνητρο το να γλιτώσουμε το ξύλο και όχι να αποκτήσουμε γνώσεις.
   Τέλος οι δάσκαλοι, μέσω των γνώσεων και της εμπειρίας τους θα έπρεπε να μας διδάσκουν, κάνοντας το μάθημα πιο ευχάριστο , χωρίς διακρίσεις και εξαθλίωση μπροστά στους συμμαθητές μας. Έτσι θα ήθελα εγώ και κάθε μαθητής πιστεύω να είναι το σχολείο του. Άλλωστε δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην θέλει να αποκτήσει γνώσεις στη ζωή του.
                                                                                   Ο φίλος σου, Σπύρος.


ΟΙ     ΜΑΘΗΤΕΣ  ΤΗΣ   Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΝ   ΤΗΝ   ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ  ΓΡΑΦΗ
   Στο  πλαίσιο  της  άσκησης  των  μαθητών  στη  δημιουργική   γραφή  με  αφορμή  την  ανάγνωση  και  επεξεργασία  του  ποιήματος  του  Ζακ  Πρεβέρ  Βγαίνοντας  απ΄ το  σχολειό  δυο  μαθήτριες  του  Β3  έγραψαν  τα  ακόλουθα  κείμενα .


Τελειώνοντας  τα  μαθήματα  με  τις  φίλες  μου
Βγήκαμε  και  συναντήσαμε  ουράνια  τόξα
Και  πάνω  από  τη  θάλασσα  να  πετούν  πολλοί  γλάροι  μαζεμένοι
Και  πήγαιναν  προς  τα  καράβια
Που  είχαν  καθίσει  λίγο  πιο  πέρα
Και  έπιασαν  κουβέντα  για  πολλές  ώρες
Μετά  τα  καράβια  συνέχισαν  το  ταξίδι  τους
Και  πήγαιναν  σε  άλλα  λιμάνια
Και  έβρισκαν  άλλα  καράβια .
Και  βλέπαμε  φωτεινά  αστέρια
Που  είχαν  βγει  για  βόλτα  στον  ουρανό
Και  διασκέδαζαν  όλη  νύχτα
Έπειτα  κάναμε  μια  στάση  για  να  πάρουμε  το  μικρό  πρίγκηπα
Αφού  ήθελε  να  έρθει  κι  αυτός  μαζί  μας
Στη  διαδρομή  μας  σταμάτησε  μια  Αλεπού
Που  έψαχνε  τον  μικρό  Πρίγκηπα
Μας  ρώτησε  πού  πάμε και  ενθουσιάστηκε
Και  ήρθε  κι  αυτή  μαζί  μας .
Κρίμα  όμως  που  αυτό  το  ταξίδι  έπρεπε να  τελειώσει
Γιατί  ξημέρωνε  και  είχαμε  σχολείο
Αφήσαμε  σε  μια  μεριά  την  Αλεπού  και  τον  μικρό  Πρίγκηπα
Και  γυρίσαμε πίσω .
ΚΛΑΙΡΗ    Τ

Βγαίνοντας  από  το  σπίτι  μου
Συναντήσαμε  ένα  πολύ  μεγάλο  διαστημόπλοιο
Μπήκαμε  μέσα
Κι  άρχισε  να  ανεβαίνει  στον  ουρανό
Σταμάτησε  στον  πλανήτη  Άρη
Κατεβήκαμε  και  φοβηθήκαμε  πολύ
Ξαναμπήκαμε  μέσα
Και  αρχίσαμε  να  κατεβαίνουμε  προς  τη  Γη
Φτάσαμε  και  μας  άφησε  εκεί
Απ΄ όπου  μας είχε  πάρει .

ΧΡΙΣΤΙΝΑ   Χ.



Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου 2014


Oι μαθητές του Β3 γράφουν το δικό τους τέλος σε διήγημα της Έλλης Αλεξίου

         ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                         
  «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

     Στη  διάρκεια  των  διακοπών  των  Χριστουγέννων    μαθητές   και  μαθήτριες  τoυ  Β3   ,   στο  πλαίσιο  της  εξάσκησής  τους  στην  παραγωγή  λόγου  και  τη  δημιουργική  γραφή , προσπάθησαν  να  δώσουν   ένα  διαφορετικό  τέλος  στο  διήγημα  της  Έλλης  Αλεξίου    με  τίτλο   Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν     από  το  σχολικό  εγχειρίδιο  των  Κειμένων  Νεοελληνικής  Λογοτεχνίας .
     Στα  κείμενα  που  αναρτήθηκαν  θα  διαβάσουμε  μικρότερες  ή  μεγαλύτερες  σε  έκταση  ιστορίες , άλλοτε  απαισιόδοξες , άλλοτε  αισιόδοξες  εκδοχές . Κάποιες  από  αυτές είναι  ρεαλιστικές , άλλες  πάλι  δεν  είναι   τόσο  αληθοφανείς . Σημασία  όμως  έχει  η  προσπάθεια  που  κατέβαλαν  τα  παιδιά . Κάποια  κείμενα  δεν  έχουν  αναρτηθεί  ολόκληρα  αλλά  έχουν  παραλειφθεί   κάποια   αποσπάσματα   .
Ζ.Π.

         ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                         «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

(….) Η  μητέρα  των  δυο  παιδιών , της  Αγγελικούλας  και  του  Πέτρου , πριν  φύγει  από  το  σπίτι  για τις εξωτερικές  εργασίες της  , τους  τόνισε  να  μην  ανοίξουν  την  πόρτα  σε  κανέναν για  όση  ώρα θα  έλειπε .
        Κάποια  στιγμή  το  κουδούνι  της  εξώπορτας  χτύπησε . Παρόλο  που  η  μητέρα  τους  τούς  είχε  πει  να  μην  ανοίξουν , τα  παιδιά  ξέχασαν  τη  συμβουλή  της  και  έτρεξαν  να  ανοίξουν . Προς  μεγάλη  τους  έκπληξη  ήταν  ένας  ζητιάνος , ένας  ανθρωπάκος  με  άσπρα  γένια  και  γεμάτος  ρυτίδες , σε  άθλια  κατάσταση . Τα  παιδιά  τον  λυπήθηκαν  και  τον  έβαλαν  μέσα  στο  σπίτι . Αμέσως  του  έδωσαν  να  φάει  και  ρούχα  , για  να  αλλάξει  τα  παλιά  κουρελιασμένα  ρούχα  του . Όταν  η  μητέρα  επέστρεψε  από  την  εργασία  της , αντικρίζοντας  τον  ξένο , κατάλαβε  ότι  αυτός  ο  άντρας   ήταν  ο  αγαπημένος  της  σύζυγος.  
     Τα  παιδιά  πέταξαν  από  τη  χαρά  τους που  μετά  από  τόσα  χρόνια  γύρισε  ο  πατέρας  τους  από  την  εξορία . Μπορεί  να  μην  απέκτησαν  βέβαια  εκείνο  το  σιδηρόδρομο , αλλά  πέρασαν  τα  πιο  ευτυχισμένα  Χριστούγεννα  μαζί  με  τον  αγαπημένο  τους  πατέρα .
ΓΙΩΡΓΟΣ    Ν.      



            ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                 «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

     (....)  Οι  μέρες πέρασαν , ώσπου  ήρθε  και  το  πρωί της  Πρωτοχρονιάς . Τα  παιδιά , η  Αγγελικούλα  και  ο Πέτρος , στέκονταν  στο  δρόμο  έξω  από  το  σπίτι  τους  περιμένοντας  το  μπαμπά  τους. Οι  ώρες  περνούσαν , μα  ο  πατέρας  ήταν  άφαντος .Κάποια  στιγμή  ένας  άντρας  μεγάλος  στην  ηλικία , γύρω  στα  πενήντα πέντε  πλησίασε  τα  παιδιά .
-           Εσείς  περιμένετε  τον  πατέρα  σας ;  , τους  ρώτησε .
-          Ναι , απάντησαν  τα  παιδιά .
-          Αυτό  είναι  για  σας . Γράμμα  από  τον  πατέρα  σας !  , είπε   και  απομακρύνθηκε.
   Το  γράμμα  ήταν  πράγματι  από  τον  πατέρα  τους . Τους  έγραφε ότι  είναι  καλά  εκεί  που  βρίσκεται  και  ότι  του  είναι  δύσκολο  να  γυρίσει  κοντά  τους  και  πως  , αν  το  έκανε , θα  κινδύνευαν  και  αυτοί . Τους  έγραφε  επίσης  ότι  τους  αγαπάει  και  ότι  αργά  ή  γρήγορα  θα  έβρισκε  τρόπο  να  τους  στείλει  χρήματα , για  να καλύψουν  τις  ανάγκες  τους.
   Όταν  η  μητέρα  διάβασε  το  γράμμα  , συγκινήθηκε . Σήκωσε  κάποια  στιγμή  το  κεφάλι  και  είδε  από  το  παράθυρο  του  σπιτιού  έναν  άντρα  να  χάνεται στη  στροφή  του αντικρινού   δρόμου .
-          Αυτός  ήταν  ο  πατέρα  σας , είπε  και  σκούπισε  τα  δάκρυά  της . Μην  ανησυχείτε , παιδιά , ο  μπαμπάς  σας  είναι καλά .
  Τον  σιδηρόδρομο  δεν  τον  απέκτησαν  βέβαια  ποτέ , αλλά  δεν  τους  ένοιαζε  πια .

ΠΟΠΗ   Π.  

              ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                           «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

     (...)  Την  παραμονή  της  Πρωτοχρονιάς  χτύπησε  η  εξώπορτα . Τρέχοντας  άνοιξε  η  Αγγελικούλα.
-          Γεια  σου  , Αγγελική , είπε  ο  άντρας  που  καθόταν έξω  από  την  πόρτα . Η  Αγγελικούλα  δε  μίλησε , παρά  μόνο  τον  κοιτούσε. Φορούσε  σκισμένα  ρούχα , ήταν  αξύριστος , αχτένιστος  και  δε  φορούσε  παπούτσια .
-          Μαμά !.....  φώναξε.
-          Τι  είναι , Αγγελικούλα ;
-          Ποιος  είναι  αυτός ;  ρώτησε  η  μικρή . Μήπως  είναι …..
-          Ναι , παιδί  μου , είπε  συγκινημένη  η  μητέρα . Είναι  ο  πατέρας  σου.
Εκείνο  το  βράδυ  η  οικογένεια  ήταν  και  πάλι  όλοι  μαζί . Τα  παιδιά  ήταν  πολύ  ευτυχισμένα  που  είδαν  το  μπαμπά  τους  και  που  θα  έμενε  μαζί  τους για πάντα . Άλλαξαν  χρόνο  μαζί  και  μετά  πήγαν  για  ύπνο .
   Το  πρωί , όταν  ξύπνησαν  βρήκαν  κάτω  από  το  δέντρο  δυο  τεράστια  δώρα . Ο  Πέτρος  και  η  Αγγελικούλα  έτρεξαν  να  τα  ανοίξουν . Το  ένα  ήταν  ο  σιδηρόδρομος (!!)  και  το  άλλο  μια  κούκλα  που  κουνούσε  τα  μάτια , τα  χέρια  και  τα  πόδια .
  Επιτέλους  είχαν  εκπληρωθεί  τα  όνειρά  τους . Ο  μπαμπάς  τους  γύρισε  από  την  εξορία  και  ο  Αη  Βασίλης  τους  έφερε  τα  δώρα  που  ήθελαν  και  που  η  μητέρα  τους  δε  μπορούσε  να  τους  τα  αγοράσει !
ΑΦΡΟΔΙΤΗ     Π


           ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                        «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

(…..) Περνούσαν  οι  μέρες  κι  ακόμα  να  φανεί  ο  πατέρας  των  παιδιών .  Ο  σιδηρόδρομος  δεν  υπήρχε  πια  στη  βιτρίνα . Τα  παιδιά  είχαν  απογοητευτεί  πολύ . Ακουγόταν  όμως  ότι  ένας ακριβώς  ίδιος  σιδηρόδρομος  αλλά  πιο  φθηνός  πωλούνταν  στα  μαγαζιά .
   Δυο  μέρες  μετά  την  Πρωτοχρονιά  που  το  κλίμα  ήταν  ακόμη  γιορτινό , τα  δυο  παιδιά , η  Αγγελικούλα  και  ο  Πέτρος  , είχαν  βγει  για  μια  βόλτα  , για  να  ξεχάσουν  όλα  τα  δυσάρεστα  που  είχαν  συμβεί  τον  τελευταίο  καιρό . Πέρασαν  και  από  το  μαγαζί  με  το  φθηνότερο  σιδηρόδρομο . Μόλις  τον  είδαν , ενθουσιάστηκαν  και  η  ψυχή  τους  γέμισε  πάλι  με  ελπίδες . Γύρισαν  σπίτι  τους  χαρούμενα . Ήθελαν  να  πουν  στη  μητέρα  τους  για  τον  καινούριο  σιδηρόδρομο .
  Τη  βρήκαν  στο  σπίτι  μαζί  με  έναν  κύριο που  δεν  τον  αναγνώρισαν. Δεν  τον  είχαν  δει  ποτέ  τους . Τους  έκανε  εντύπωση  ότι  είχε  έρθει  με  δώρα . (…..) .
-          Ποιο  είναι  το  όνομά  σας ; , ρώτησε  στην  αρχή  ο  Πέτρος .
-          ¨Στέλιος , του  απάντησε  εκείνος  χαμογελαστά.
-          Χάρηκα  πολύ . Από δω   είναι  η   αδερφή  μου , η  Αγγελική.
-          Γεια  σου , Αγγελικούλα , είπε  εκείνος .
   Κάθισαν  στη  συνέχεια  και  έφαγαν  για  μεσημέρι .Πρώτη  φορά  έτρωγαν  τόσο  πλούσιο  φαγητό . Αργότερα  τα  παιδιά  πήγαν  μια  βόλτα  . Πέρασαν  και  από  το  μαγαζί  με  το  σιδηρόδρομο , όμως  το  παιχνίδι  έλειπε . Μπήκαν  στο  μαγαζί , για  να  ρωτήσουν και  τους  είπαν ότι  είχε  πουληθεί  και  ότι  δε  θα  φέρουν  άλλο .
   Μετά  από  αυτό  η  Αγγελικούλα  κι  ο  Πέτρος γύρισαν  στο  σπίτι  τους  λυπημένοι .(…) Ήταν  έτοιμοι  να  βάλουν  τα  κλάματα . Όμως  ο  κ.  Στέλιος , για  να  τους  παρηγορήσει  , τους  είπε  να  ανοίξουν  τα  δώρα  που  τους  είχε  φέρει  αυτός . (…..) Σε  ένα  από αυτά  βρισκόταν  ο  σιδηρόδρομος (!) Τα  μάτια  των  παιδιών  έλαμψαν   από  ευτυχία . Τελικά  αυτός  είχε  αγοράσει  το  παιχνίδι  ! Τα  παιδιά  θυμήθηκαν τότε  τα  λόγια  της  μητέρας  τους , ότι  όταν  γυρίσει  ο  πατέρας  τους  από  την  εξορία  θα τους  γεμίσει  με  δώρα  , και  κατάλαβαν  ποιος  ήταν  αυτός  ο  κύριος .  (……) Έτρεξαν  πανευτυχείς  στην  αγκαλιά  του  και  του  ζήτησαν  να  τους  διηγηθεί  ιστορίες  από  την  εξορία . Κάθισαν  και  μιλούσαν  μέχρι  το  άλλο  πρωί .
  (…..)  Τελικά  ο  νέος  χρόνος  έφερε  πολλά  χαρμόσυνα  γεγονότα  σε  αυτήν  την  οικογένεια .
ΚΛΑΙΡΗ    Τ


         ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ               «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

  - Μα  του  χρόνου  , θα  δείτε , είπε  η  μαμά  στα  δυο  λυπημένα  παιδιά  της . Όλα  θα  έχουν  αλλάξει….. θα  έχουν  φύγει  οι  κακοί  ανθρώποι  και  οι  καλοί  μπαμπάδες  θα  μας  έχουν  έρθει , θα  έχουν  γεμίσει  τα  έρημα  , τα  ορφανεμένα  σπίτια  μας .. 
   Η  μαμά  στο  πίσω  μέρος  του  μυαλού  της  δεν  πίστευε  τα  λόγια  που  έλεγε  στα  μικρά  της  παιδιά . (……) Και  πολλοί  ήταν  αυτοί  που  δεν  κατάφεραν  να  επιστρέψουν  στα  σπίτια  τους  και  τις  οικογένειές  τους  από  την  εξορία .  Άλλοι  όμως  τα  κατάφεραν  και  γύρισαν  πίσω  περήφανοι (…) . Ένας  από  αυτούς  ήταν  και  ο  πατέρας  των  δυο  παιδιών  που γύρισε  πίσω  μετά  από  πολλούς  μήνες  εξορίας .
    Τα  παιδιά  του  δεν  τον  αναγνώρισαν  κατευθείαν  ούτε  βέβαια  και  ο  ίδιος . Με  τον  καιρό  όμως  έσμιξαν  και  πάλι , η  οικογένεια  ήταν  πολύ  δεμένη  και  δε  μάλωναν  ποτέ .
    Πέρασαν  έτσι  αρκετά  χρόνια .Τα  παιδιά  κατάφεραν  να  σπουδάσουν  και  να  κάνουν  δική  τους  οικογένεια  και  παιδιά .  Δυστυχώς  ο  πατέρας  μπλέχτηκε  και  πάλι  σε    επεισόδια  στην  Αθήνα  τον  καιρό  της  δικτατορίας  και  τον  εξόρισαν  σε  ένα  μακρινό  νησί  του  Αιγαίου . Η  οικογένεια  πέρασε  και  πάλι  δύσκολες  στιγμές. Η μητέρα  ήταν  τόσο  στενοχωρημένη  που  αρρώστησε  βαριά .  (…..) Από  ένα  γράμμα  άγνωστου  αποστολέα  έμαθαν  ότι ο  πατέρας  περνούσε  δύσκολα  και  σύντομα  θα  έφευγε  σε  κάποια  χώρα  του  εξωτερικού . Τα  χρόνια  πέρασαν  χωρίς  να  αλλάξει  κάτι  και  δεν  έμαθαν  ποτέ  ξανά  νέα  του .
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ  Π 


ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ              «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

 (….)  Τα  παιδιά  περίμεναν  με  ανυπομονησία  τον  πατέρα  τους , αλλά  ταυτόχρονα  ήταν  θλιμμένα  για  το  σιδηρόδρομο . Μετά  από  λίγες  μέρες  το  κατάστημα  παιχνιδιών  διοργάνωσε  μια  κλήρωση . Ο  μεγάλος  τυχερός  θα  κέρδιζε  το  σιδηρόδρομο  που  ήθελαν  όλα  τα  παιδιά . Ο  λαχνός  όμως κόστιζε  500  δραχμές , αλλά  ο  Πέτρος  και  η  Αγγελικούλα  δεν  είχαν  τόσα  χρήματα , για  να  τον  αγοράσουν . (….)
     Συνεννοήθηκαν  μεταξύ  τους  να  πάνε  να  ζητιανέψουν , γιατί  δεν  ήθελαν  να  το  μάθει  η  μητέρα  τους. (….) Τελικά  μάζεψαν  τα  χρήματα  που  τους  έλειπαν . Η  Αγγελικούλα  πήγε  και  πήρε  τον  τελευταίο  λαχνό  που  είχε  μείνει  στο  μαγαζί . Όταν  έδειξε  το  λαχνό  στον  Πέτρο , εκείνος  χάρηκε  πολύ. Ο  ένας  υποσχέθηκε  στον  άλλο  να  μην  πουν  τίποτε  στη  μητέρα  τους .
   (…)   Την  επόμενη  μέρα  τα  αδέρφια  πήγαν  στο  μαγαζί , για  να μάθουν  πότε  θα  γίνει  η  κλήρωση . Εκεί  συνάντησαν  κι άλλα  παιδιά . Άκουσαν  ότι  το  καθένα  είχε  πάρει  πάνω  από  δέκα  λαχνούς  και  λυπήθηκαν , γιατί  πίστεψαν  ότι  έχουν  ελάχιστες  πιθανότητες  να  κερδίσουν  το  σιδηρόδρομο  ,  που  τόσο  επιθυμούσαν .
  (….)    Τελικά  ο  Πέτρος  και  η  Αγγελικούλα  κέρδισαν  το  σιδηρόδρομο . Ο  Πέτρος  κυρίως  ήταν  πολύ  χαρούμενος  , αλλά  πήρε  διπλή  χαρά , μόλις  άνοιξε  το  γράμμα  που  βρήκε  έξω  από  το  φτωχικό  σπιτάκι  τους . Το  γράμμα  έγραφε  πως  ο  πατέρας  τους  θα  έπαιρνε  το  δρόμο  του  γυρισμού  λόγω  καλής  διαγωγής . μόλις  το  αγόρι  διάβασε  το  γράμμα , το  έδειξε  στην  Αγγελικούλα  και  τη  μητέρα  του .
      (…)  Τελικά  ο  πατέρας  των  παιδιών  γύρισε  . (…)  Έπιασε  δουλειά  σε  ένα  ξυλουργείο  με  καλό  μισθό  και  έτσι  μετακόμισαν  σε  ένα  καλύτερο  σπίτι .

ΔΗΜΗΤΡΗΣ    Σ  


          ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                        «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»
(.......)
-    Αν  ερχόταν  ο  μπαμπάς  από  την  εξορία , είπε  ο  Πέτρος , θα  μας  αγόραζε  το  σιδηρόδρομο .
  Εκείνη  τη  στιγμή  περνούσε  μπροστά  από  τα  δυο  παιδιά  ένας  γέρος. Φαινόταν  πολύ  κουρασμένος . Φορούσε  λερωμένα  ρούχα  και  σχισμένα  παπούτσια . Άκουσε  τη  συζήτηση  των  παιδιών  και  κάθισε  μαζί  τους . Αγκάλιασε  την  Αγγελικούλα  και  της  είπε :
-          Ποτέ  να  μην αφήνεις  τα  όνειρά   σου ! Κάποια  μέρα  θα  πραγματοποιηθούν .
   Τότε  ο  Πέτρος  τον  κοίταξε  στα  μάτια  και  εκείνος  τον  αγκάλιασε  και  άρχισε  να  κλαίει .
   Τα  δυο  αδέρφια  γύρισαν  στο  σπίτι  και  άρχισαν  να  συζητούν  για το  γέρο  που  είχαν  συναντήσει  τυχαία  στο  δρόμο . Ξαφνικά  χτύπησε  το  κουδούνι  και  είδαν  μπροστά  τους  τον  ίδιο  άντρα  αλλά  καλοντυμένο  και  με  μια  τεράστια  σακούλα  στο  χέρι . Πήρε  αγκαλιά  τα  δυο  παιδιά , τα  φίλησε  στο  μέτωπο  και  τους  είπε :
-          Το  όνειρο  έγινε  πραγματικότητα . Έχετε  ένα  πανέμορφο  δώρο  που  τόσο  λαχταρούσατε  και  τον  πατέρα  σας  στο  σπίτι .
    Τότε  η  Αγγελικούλα  κατάλαβε  ποιος  ήταν  αυτός  ο  άντρας  και  φώναξε  τη  μητέρα  της .Έζησαν  ευτυχισμένοι  για  πολλά  χρόνια .
 ΘΕΟΦΑΝΙΑ   Π


               ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                     «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»
     (......) Πέρασαν  οι  γιορτές  και  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν.  Ο  σιδηρόδρομος  δεν  είχε  αγοραστεί  ακόμη . Τα  παιδιά  ήταν  λυπημένα , αλλά  δεν  μπορούσαν  να  κάνουν  κι  αλλιώς . Δεν  είχαν  πολλά  χρήματα .  Όσο  ο  καιρός  περνούσε , τα  χρήματα  λιγόστευαν .
   Μια  μέρα  τα  δυο  αδέρφια  πέρασαν  από  το  μαγαζί  που  πουλούσε  το  σιδηρόδρομο. Ήταν  ακόμη  εκεί  , μόνο  που  είχαν  φέρει  κι  άλλα  παιχνίδια . Ήθελαν  τόσο  πολύ  να  τον  αγοράσουν !
-          Θα  μας  το  πάρει  ο  μπαμπάς , είπε  ο  Πέτρος , αλλά  η  Αγγελικούλα  δεν  απάντησε.
   Το  επόμενο  πρωί  η  μαμά  και  τα  δυο  παιδιά  κάθονταν  στο  σπίτι. Όταν  χτύπησε  το  κουδούνι , άνοιξε  ο  Πέτρος . Ήταν  ένας  κύριος  που  δεν  τον  ήξερε .
-          Μαμά !  , φώναξε .
    Η  μαμά  του , μόλις  είδε  τον  κύριο  ,  δεν  το  πίστευε ! Ήταν ό  άντρας  της . Τον  αγκάλιασε  αμέσως . Τότε  τα  παιδιά  κατάλαβαν  ποιος  ήταν  ο  άντρας  αυτός  και  έτρεξαν  στην  αγκαλιά  του . Ο  πατέρας  τους  είχε  γυρίσει ! Τα  παιδιά  δεν  ήθελαν  πια  να  αγοράσουν  το  σιδηρόδρομο  , γιατί  κατάλαβαν  ότι  ο  πατέρας  δεν  είχε  φέρει  λεφτά . Όμως  ήταν  ευτυχισμένα . Ο  σιδηρόδρομος  δεν  αγοράστηκε  ποτέ !  Όλη  η  οικογένεια  έζησε  ευτυχισμένη  για  πολλά  χρόνια .
ΕΜΙΓΚΕΝΑ    Τ


ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                        «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»
         (…..)  Κάποια μέρα όμως μια ευχάριστη έκπληξη περίμενε τα παιδιά. Δια μαγείας  εμφανίστηκε  μπροστά  τους  στο  δρόμο   ένας  άντρας ο όποιος ισχυρίστηκε  πως ήταν ο πατέρας τους  και  στη  συνέχεια  έφυγε , λέγοντας  ότι  θα  τα  συναντούσε  την  επόμενη  μέρα  στο  ίδιο  μέρος . Τα παιδιά όμως δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν αν αυτός ήταν ο πραγματικός τους στοργικός πατέρας. Δεν είπαν κάτι στην μητέρα τους  , διότι εάν αυτός ήταν ο αληθινός τους πατέρας , ήθελαν  να  της κάνουν  έκπληξη  .           
Προσπαθούσαν όλο τα βράδυ να βρουν κάτι το οποίο να τους επιβεβαίωνε πως αυτός ο άντρας ήταν ο πραγματικός τους πατέρας. Μια δυσάρεστη ανακάλυψη όμως βγήκε στο φως . Σηκώνοντας το στρώμα του  κρεβατιού  τους  βρήκαν μια φωτογραφία από κάτω. Ο άντρας ήταν ψηλός και κομψός και είχε ένα χαρακτηριστικό, μια ελιά στο δεξί φρύδι. Τα παιδιά την άλλη μέρα παρατήρησαν τον άντρα , όταν  αυτός  τα  συνάντησε  ξανά  στο  ίδιο  μέρος , αλλά  κατάλαβαν  ότι αυτός δεν ήταν ο πραγματικός τους μπαμπάς . Απλώς ήθελε  να  τους εξαπατήσει .
Τα παιδιά είπαν τα πάντα στην μητέρα τους. Εκείνη πήγε και κατήγγειλε τον άντρα στην αστυνομία. Τα παιδιά στεναχωρήθηκαν πολύ , αλλά στα επόμενα χρόνια δεν εξαπατηθήκαν ποτέ ξανά και ήταν έτοιμοι να παλέψουν σε κάθε δυσκολία της ζωής.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ   Σ  

        ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                     «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

    Κάποια  μέρα   , ο  μπαμπάς  του  Πέτρου  και  της  Αγγελικούλας  γύρισε  από  την  εξορία . Τα  παιδιά  φαντάστηκαν  ότι , αφού  επέστρεψε , θα  έχει  πολλά  χρήματα  , για  να  τους  αγοράσει  το  σιδηρόδρομο . Εκείνος  τους  άφησε  με  την  ελπίδα  ότι  θα  τους  αγοράσει  το  παιχνίδι  τον  επόμενο  μήνα , πράγμα  που  ήταν  όμως  απίθανο να  συμβεί .
      Τελικά , ο  ιδιοκτήτης  του  καταστήματος  με  τα  παιχνίδια  έκλεισε  το  μαγαζί  του , επειδή  δεν  είχε  πια  δουλειά . Έτσι  , λοιπόν , ο  μπαμπάς  και  η  μαμά  του  Πέτρου  και  της  Αγγελικούλας  σταμάτησαν  να  λένε  ψέματα  στα  παιδιά  τους  ότι  μια  μέρα  θα  τους  αγόραζαν  το  σιδηρόδρομο . Το  παιχνίδι  ξεχάστηκε  με  τον  καιρό  . Και  έζησαν  αυτοί  καλά  και  εμείς  καλύτερα .
ΧΡΙΣΤΙΝΑ     Χ  

ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                                  «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»
    (......)   Η Αγγελικούλα  και  ο  Πέτρος  ήταν  άτυχοι  αυτές  τις  γιορτές .  (…) Σημασία  όμως  έχει  ότι  δεν  το  έβαλαν  κάτω  ούτε  τα  παιδιά  ούτε  και  η  μητέρα  τους . Τα  παιδιά  ήταν  γεμάτα  αφέλεια , όπως  όλα  τα  παιδάκια .(…)
     Μια  μέρα , μάλιστα ,  ήρθε  γράμμα  από  την  εξορία . Έγραφε   ότι  ο  πατέρας  θα  γυρίσει. Το  γράμμα  αυτό  , όμως , δεν  το  είχε  γράψει  ο  πατέρας  των  παιδιών , αλλά  η  μητέρα , για  να  τα  εμψυχώσει , να  τα  γεμίσει  με  χαρά  . (….)
   Μετά  από  χρόνια  η  Αγγελική  σπούδασε  δημοσιογράφος  και  ο  Πέτρος  έγινε  πιλότος , αν  και  ήταν  φτωχοί . (…..) Καμιά  οικογένεια  δεν  πρέπει  να  υποχωρεί  στα  δύσκολα  ,  αλλά να  χαμογελούν  και  να  το  παλεύουν .

ΓΙANNHΣ     Π   

ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                                     «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

(….) Για  όλους  φέτος  ήταν  πολύ  στενόχωρες  οι  γιορτές , κυρίως  για  την  Αγγελικούλα  και  τον  Πέτρο , γιατί  ο  μπαμπάς  τους  δεν  επέστρεψε  από  την  εξορία  και  δεν  πήραν  το  σιδηρόδρομο .
      Εκείνες  τις  μέρες  έκανε  πολύ  κρύο  και  η  μητέρα  των  παιδιών  αρρώστησε . Μετά  από  λίγες  μέρες , αφού  δε  γινόταν  καλά , πήγε  στο  νοσοκομείο , όπου  και  πέθανε . Η  Αγγελικούλα  και ο  Πέτρος  πήγαν  σε  ένα  ορφανοτροφείο , χωρίς  να  το  θέλουν . Ήταν  πολύ  λυπημένοι .
      Στο  ορφανοτροφείο  τους  περίμεναν  δυο  κυρίες  με  ζεστό  φαί   και  ρούχα  . (….) Έπειτα  ανέβηκαν  στο  δωμάτιό  τους . Εκεί  ήταν  και  άλλα  παιδιά  που  γίνανε  φίλοι  τους. (…) Όταν  κατέβηκαν  κάτω ,  τους  περίμενε  μια  μεγάλη  έκπληξη . Κάτω  στο  σαλόνι  ήταν  ένας  ολοκαίνουργιος  σιδηρόδρομος  που  είχαν  αγοράσει  για  όλα  τα  παιδιά (…) Όλα  τα  παιδιά  ξετρελάθηκαν  με  αυτό  το  δώρο  και  ήταν  χαρούμενα . Η  Αγγελικούλα  και  ο  Πέτρος  είχαν  το  αγαπημένο  τους  παιχνίδι  , αν  και    η  μαμά  τους  δεν  ήταν  κοντά  τους . 
ΕΥΑ  ΛΟΥΝΑ    Σ

        ΕΝΑ  ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ  ΤΕΛΟΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΗΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ                                 «Όμως  ο  μπαμπάς  δεν  ερχόταν»

  (…) Τελικά  ο  πατέρας  έστειλε  ένα  γράμμα  στη  γυναίκα  του  και  τα  παιδιά  του . Το  γράμμα  έγραφε :
    « Αγαπητή  μου  οικογένεια , να  ξέρετε  ότι  σας  αγαπώ  πολύ  και  ότι  σας  έχω  συνέχεια  στην  καρδιά  μου . Σας  γράφω  αυτό  το  γράμμα , για  να  σας  πω  ότι οι  κακοί  άνθρωποι  υποχωρούν  σιγά  σιγά».
      Η  μητέρα  και  τα  παιδιά  χάρηκαν  πάρα  πολύ  που  θα ερχόταν  ο  μπαμπάς  ξανά  στο  σπίτι  τους  και  θα  ζούσαν  μια  καλή  ζωή . Αυτό  όμως  άργησε  να  γίνει  και  τα  παιδιά  λυπούνταν  όλο  και  περισσότερο  κάθε  μέρα  που  περνούσε . (………) Πέρασαν  πέντε  χρόνια  και  τότε  εμφανίστηκε  ο  πατέρας . (…)
  ΛΕΥΤΕΡΗΣ    Π


ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΙΑ

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ

Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο. 

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.

Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.

Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή. 

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.

Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες




Φιλία (Χαλίλ Γκιμπράν "Ο Προφήτης)

Και ένας νέος είπε, Μίλησε μας για τη Φιλία.
Κι εκείνος αποκρίθηκε λέγοντας:
Ο φίλος σας είναι η εκπλήρωση των αναγκών σας.
Είναι το χωράφι που εσείς σπέρνετε με αγάπη και θερίζετε με ευγνωμοσύνη.


Και είναι το τραπέζι σας και το παραγώνι σας.


Γιατί πηγαίνετε στο φίλο με την πείνα σας, και τον αναζητάτε για τη γαλήνη σας.


Όταν ο φίλος σας εκφράζει τις σκέψεις του, δε φοβάστε το όχι στη δική σας σκέψη, ούτε αποσιωπάτε το ναι.


Και όταν εκείνος είναι σιωπηλός, η καρδιά σας δεν παύει για ν' ακούσει την καρδιά του.


Γιατί στη φιλία, όλες οι σκέψεις, όλες οι επιθυμίες, όλες οι προσδοκίες γεννιούνται και μοιράζονται χωρίς λέξεις, με χαρά που είναι άφωνη.


Όταν χωρίζεσαι από το φίλο σου, δε λυπάσαι, γιατί αυτό που αγαπάς πιο πολύ σ' αυτόν μπορεί να είναι πιο φανερό στην απουσία του, όπως ο ορειβάτης βλέπει πιο καθαρά το βουνό από την πεδιάδα.


Και μη βάζετε κανένα σκοπό στη φιλία εκτός από το βάθαιμα του πνεύματος. Γιατί η αγάπη που γυρεύει κάτι άλλο εκτός από την αποκάλυψη του δικού της μυστηρίου δεν είναι αγάπη παρά ένα δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μόνο το ανώφελο θα πιάσει.


Και δίνετε το καλύτερο εαυτό σας στο φίλο σας. αφού θα γνωρίσει την άμπωτη του κυμάτου σας, δώστε του να γνωρίσει και την παλίρροιά του.


Είναι ο φίλος σας κάτι που θα έπρεπε να γυρεύετε όταν έχετε ώρες που θέλετε να σκοτώσετε;


Καλύτερα να γυρεύετε το φίλο σας πάντα όταν έχετε ώρες να ζήσετε. Γιατί έργο του φίλου σας είναι να εκπληρώσει τις ανάγκες σας, αλλά όχι να γεμίσει το κενό σας.


Και μέσα στη γλύκα της φιλίας κάνετε να υπάρχει γέλιο, και μοίρασμα χαράς.


Γιατί στις δροσοστάλες των μικρών πραγμάτων η καρδιά βρίσκει την καινούργια αυγή της και ξανανιώνει.



        Έκθεση μαθητή σε αμερικανικό σχολείο

Το παράδοξο της εποχής μας μέσα στην ιστορία είναι ότι έχουμε
ψηλότερα κτήρια, αλλά κοντύτερο ψυχισμό.
Φαρδύτερες λεωφόρους, αλλά στενότερες οπτικές γωνίες.
Σπαταλούμε περισσότερο, αλλά έχουμε λιγότερα.
Αγοράζουμε περισσότερα, αλλά απολαμβάνουμε λιγότερο.

Έχουμε μεγαλύτερα σπίτια και μικρότερες οικογένειες.
Περισσότερες ανέσεις, αλλά λιγότερο χρόνο.
Έχουμε περισσότερα πτυχία, αλλά λιγότερη αντίληψη.
Περισσότερη γνώση, αλλά λιγότερη κρίση.
Περισσότερους ειδήμονες, αλλά λιγότερες λύσεις.
Περισσότερα φάρμακα, αλλά λιγότερο καλή φυσική κατάσταση.

Έχουμε πολλαπλασιάσει τα αποκτήματά μας, αλλά έχουμε μειώσει τις αξίες μας..

Μιλάμε πολύ, αγαπάμε σπανιότατα και μισούμε συχνότατα.

Έχουμε μάθει πώς να 'κερδίζουμε το ψωμί μας', αλλά όχι πώς να κερδίζουμε τη ζωή.
Προσθέσαμε χρόνια στη ζωή, αλλά όχι ζωή στα χρόνια μας.

Ταξιδεύουμε στο φεγγάρι, αλλά δυσκολευόμαστε να διασχίσουμε τον δρόμο, ώστε να συναντήσουμε ένα νέο γείτονα.

Κατακτήσαμε το κενό του διαστήματος, αλλά όχι το εσωτερικό μας κενό.
Καθαρίσαμε τον αέρα, αλλά βρωμίσαμε την ψυχή μας.
Διασπάσαμε το άτομο, αλλά όχι την εμπάθεια και την προκατάληψή μας.

Έχουμε υψηλότερα εισοδήματα, αλλά χαμηλότερη ηθική.
Γίναμε πολλοί σε ποσότητα, αλλά λίγοι σε ποιότητα.

Αυτή είναι η εποχή των ψηλών ανθρώπων, αλλά των μικρών χαρακτήρων.
Του γρήγορου κέρδους, αλλά των ρηχών σχέσεων.

Αυτή είναι η εποχή του κόσμου της ειρήνης, αλλά των εσωτερικών συγκρούσεων.
Περισσότερης άνεσης, αλλά λιγότερης διασκέδασης.
Περισσότερων ειδών διατροφής, αλλά λιγότερης θρεπτικότητας.

Αυτή είναι η εποχή των δύο εισοδημάτων (και των δύο συζύγων), αλλά περισσότερων διαζυγίων.
Των εντυπωσιακότερων κατοικιών, αλλά διαλυμένων σπιτιών.

   

Δεν υπάρχουν σχόλια: