Έναν καιρό και μια φορά ζούσε σε ένα
καταπράσινο λιβάδι μέσα σε έναν τεράστιο λάκκο μια καλή λύκαινα με το μονάκριβό
της παιδί, το μικρό Λυκάκη. Κάποια μέρα, λοιπόν, η μαμά λύκαινα έστειλε το
παιδί της να πάει τρόφιμα στη γιαγιά Λυκούλα, που ζούσε στην άκρη του δάσους. Ο
Λυκάκης ξεκίνησε πρόθυμος και κεφάτος. Ήταν χαρούμενος, γιατί θα έβρισκε την
ευκαιρία μέσα στο δάσος να παίξει με την αλεπού, το κοτσύφι, το ελάφι και το
λαγό το αγαπημένο του παιχνίδι, το «λύκε, λύκε, σ’ αγαπώ». Στο δρόμο όλα τα ζώα
του έλεγαν ότι ήταν πολύ ευχαριστημένα που τα είχε υπό την αιγίδα του. Τότε ο
Λυκάκης κοκκίνησε και τους απάντησε ντροπαλά: «Με κολακεύετε πολύ μ’ αυτά που
μου λέτε! Ευχαρίστησή μου»!
Εκεί κοντά είχε βγει να μαζέψει
αγκάθια η μίζερη Κοκκινοσκουφίτσα. ΄Οπου περπάταγε, άφηνε πίσω της συντρίμια.
Τα ζώα σκιάζονταν μόλις την έβλεπαν. Καθώς ο Λυκάκης περπατούσε αμέριμνος,
ξαφνικά τη συνάντησε μπροστά του. Ανατρίχιασε ο καημενούλης, αλλά δεν έβαλε
κακό στο νου του. Η Κοκκινοσκουφίτσα τον ρώτησε πού πήγαινε. Ο Λυκάκης,
απονήρευτος όπως ήταν, της είπε όλη την αλήθεια, ότι πήγαινε φαγητό στην
άρρωστη γιαγιάκα του. Τότε της Κοκκινοσκουφίτσας της μπήκε μια σατανική ιδέα
και του απάντησε ξερά «εντάξει, αντίο».
Ο αγαθός Λυκάκης συνέχισε το δρόμο του μέσα στο δάσος. Η άκαρδη Κοκκινοσκουφίτσα όμως πήρε το σύντομο μονοπάτι και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς πριν από ‘κείνον. Μόλις έφτασε, χτύπησε την πόρτα. Η γιαγιά με σβησμένη φωνή ρώτησε ευγενικά:
-Ποιος είναι;
-Εγώ, γιαγιά Λυκούλα, ο εγγονός σου ο Λυκάκης!
-Ανοιχτά είναι!
Η παμπόνηρη Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε μέσα, όρμησε πάνω στην ανυποψίαστη γιαγιά και με μια σπρωξιά την κλείδωσε στην ντουλάπα δεμένη χειροπόδαρα και με το στόμα σφραγισμένο με κολλητική ταινία. Της πήρε μάλιστα και τα ρούχα και ντύθηκε γιαγιά Λυκούλα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν έμεινε ικανοποιημένη. Κάτι έλειπε, για να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση. Κοίταξε γύρω της και τα μάτια της άστραψαν. Έφτιαξε πρόχειρα κάτι ψεύτικα αυτιά από χαρτόνι, έβαλε δυο μεγάλες φράουλες για μάτια και ζωγράφισε στο πρόσωπό της κάτι τεράστια κοφτερά δόντια. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τώρα μάλιστα! Ούτε η ίδια δεν αναγνώρισε τον εαυτό της! Δεν πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και πάνω στην ώρα χτυπάει την πόρτα κι ο μικρός Λυκάκης.
Η Κοκκινοσκουφίτσα αρχίζει να παίζει θέατρο:
-Ανοιχτά είναι!
-Καλημέρα, γιαγιάκα! Τι κάνεις; Με έστειλε η μαμά να σου φέρω να φας, που είσαι άρρωστη!
-Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, εγγονούλη μου!
-Μα τι λες, γιαγιά; Ευχαρίστησή μας να σε φροντίζουμε. Όμως πες μου: Γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
-Για να σ’ ακούω καλά, παιδάκι μου.
-Γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια, γιαγιά;
-Για να σε βλέπω καλύτερα, εγγονάκι μου.
-Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια, γιαγιά;
-Για να σε φάω ακόμα πιο καλά, Λυκάκη μου!
Και η Κοκκινοσκουφίτσα άνοιξε καλά καλά το στόμα της και κατάπιε ολόκληρο το Λυκάκη μαζί με τη γιαγιά του, που την έβγαλε από την ντουλάπα. Ξαφνικά όμως βαρυστομάχιασε. Η γιαγιά τής έπεσε λίγο βαριά στο στομάχι. Τι να κάνει, τι να κάνει, σκέφτηκε να βγει έξω να περπατήσει λιγάκι, μήπως και χωνέψει. Αφού έκανε τεμπέλικα καμιά δεκαριά βήματα, σταμάτησε να πάρει έναν υπνάκο κάτω από ένα δεντρο. Ροχάλιζε και τρανταζόταν ολόκληρο το δάσος!
Από εκεί κοντά πέρασε σε λιγάκι η φίλη του Λυκάκη και συμμαθήτριά του στο σχολείο, η αλεπού. Είδε την Κοκκινοσκουφίτσα που κοιμόταν και πλησίασε στις μύτες των ποδιών της. Την είχε φάει η περιέργεια. Τι φωνές ήταν αυτές που ακούγονταν; Έβαλε το αυτί της πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της Κοκκινοσκουφίτσας και σάστισε: Άκουγε ολοκάθαρα τον Λυκάκη να φωνάζει βοήθεια και να παρακαλάει τους περαστικούς να τον βγάλουν έξω.
Η πολυμήχανη αλεπού έστιψε στα γρήγορα το μυαλό της. Έπρεπε άμεσα να βρει την καλύτερη λύση. Και τη βρήκε! Φώναξε το γείτονά της τον τρυποκάρυδο κι εκείνος ξήλωσε σαν μοδίστρα στο λεπτό την προκλητική κοιλιά της κατεργάρας Κοκκινοσκουφίτσας. Αμέσως ο Λυκάκης με τη γιαγιά του πετάχτηκαν έξω. Κόντευαν να σκάσουν εκεί μέσα και φοβόντουσαν πολύ. Καλέσανε ύστερα και την αράχνη και της είπαν να τη ράψει πάλι όπως όπως, γιατί δεν είχαν και πολύ χρόνο. Κι ώσπου να πεις κύμινο, τα πουλιά του δάσους σήκωσαν στα φτερά τους την κακιασμένη Κοκκινοσκουφίτσα και την πέταξαν από ψηλά μέσα στην παγωμένη λίμνη.
Η Κοκκινοσκουφίτσα φώναζε και χτυπιόταν, γιατί δεν ήξερε κολύμπι, όμως κανείς δεν της έδινε σημασία. Πήραν έτσι όλοι την εκδίκησή τους για όλα όσα τράβηξαν τόσον καιρό απ’ αυτήν. Από τότε κανείς δεν την ξανάδε την Κοκκινοσκουφίτσα. Κάποια χελιδόνια είπαν πως την είδαν στην Αφρική ντυμένη ζητιάνα και Μαυροσκουφίτσα! Τα ζώα ήταν επιτέλους ευχαριστημένα και ευτυχισμένα. Κι έζησε η Κοκκινοσκουφίτσα ψυχρά κι ανάποδα, τα ζώα καλά κι εμείς καλύτερα ακόμα!
Άσκηση: Διάλεξε κι εσύ όποιον μύθο ή παραμύθι προτιμάς και γράψε το απ' την ανάποδη! Αν πάλι, θέλεις λογοτεχνία, γράψε το "ξεστούπωμα", του Εμμ. Ροΐδη.
Ο αγαθός Λυκάκης συνέχισε το δρόμο του μέσα στο δάσος. Η άκαρδη Κοκκινοσκουφίτσα όμως πήρε το σύντομο μονοπάτι και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς πριν από ‘κείνον. Μόλις έφτασε, χτύπησε την πόρτα. Η γιαγιά με σβησμένη φωνή ρώτησε ευγενικά:
-Ποιος είναι;
-Εγώ, γιαγιά Λυκούλα, ο εγγονός σου ο Λυκάκης!
-Ανοιχτά είναι!
Η παμπόνηρη Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε μέσα, όρμησε πάνω στην ανυποψίαστη γιαγιά και με μια σπρωξιά την κλείδωσε στην ντουλάπα δεμένη χειροπόδαρα και με το στόμα σφραγισμένο με κολλητική ταινία. Της πήρε μάλιστα και τα ρούχα και ντύθηκε γιαγιά Λυκούλα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν έμεινε ικανοποιημένη. Κάτι έλειπε, για να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση. Κοίταξε γύρω της και τα μάτια της άστραψαν. Έφτιαξε πρόχειρα κάτι ψεύτικα αυτιά από χαρτόνι, έβαλε δυο μεγάλες φράουλες για μάτια και ζωγράφισε στο πρόσωπό της κάτι τεράστια κοφτερά δόντια. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τώρα μάλιστα! Ούτε η ίδια δεν αναγνώρισε τον εαυτό της! Δεν πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και πάνω στην ώρα χτυπάει την πόρτα κι ο μικρός Λυκάκης.
Η Κοκκινοσκουφίτσα αρχίζει να παίζει θέατρο:
-Ανοιχτά είναι!
-Καλημέρα, γιαγιάκα! Τι κάνεις; Με έστειλε η μαμά να σου φέρω να φας, που είσαι άρρωστη!
-Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, εγγονούλη μου!
-Μα τι λες, γιαγιά; Ευχαρίστησή μας να σε φροντίζουμε. Όμως πες μου: Γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
-Για να σ’ ακούω καλά, παιδάκι μου.
-Γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια, γιαγιά;
-Για να σε βλέπω καλύτερα, εγγονάκι μου.
-Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια, γιαγιά;
-Για να σε φάω ακόμα πιο καλά, Λυκάκη μου!
Και η Κοκκινοσκουφίτσα άνοιξε καλά καλά το στόμα της και κατάπιε ολόκληρο το Λυκάκη μαζί με τη γιαγιά του, που την έβγαλε από την ντουλάπα. Ξαφνικά όμως βαρυστομάχιασε. Η γιαγιά τής έπεσε λίγο βαριά στο στομάχι. Τι να κάνει, τι να κάνει, σκέφτηκε να βγει έξω να περπατήσει λιγάκι, μήπως και χωνέψει. Αφού έκανε τεμπέλικα καμιά δεκαριά βήματα, σταμάτησε να πάρει έναν υπνάκο κάτω από ένα δεντρο. Ροχάλιζε και τρανταζόταν ολόκληρο το δάσος!
Από εκεί κοντά πέρασε σε λιγάκι η φίλη του Λυκάκη και συμμαθήτριά του στο σχολείο, η αλεπού. Είδε την Κοκκινοσκουφίτσα που κοιμόταν και πλησίασε στις μύτες των ποδιών της. Την είχε φάει η περιέργεια. Τι φωνές ήταν αυτές που ακούγονταν; Έβαλε το αυτί της πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της Κοκκινοσκουφίτσας και σάστισε: Άκουγε ολοκάθαρα τον Λυκάκη να φωνάζει βοήθεια και να παρακαλάει τους περαστικούς να τον βγάλουν έξω.
Η πολυμήχανη αλεπού έστιψε στα γρήγορα το μυαλό της. Έπρεπε άμεσα να βρει την καλύτερη λύση. Και τη βρήκε! Φώναξε το γείτονά της τον τρυποκάρυδο κι εκείνος ξήλωσε σαν μοδίστρα στο λεπτό την προκλητική κοιλιά της κατεργάρας Κοκκινοσκουφίτσας. Αμέσως ο Λυκάκης με τη γιαγιά του πετάχτηκαν έξω. Κόντευαν να σκάσουν εκεί μέσα και φοβόντουσαν πολύ. Καλέσανε ύστερα και την αράχνη και της είπαν να τη ράψει πάλι όπως όπως, γιατί δεν είχαν και πολύ χρόνο. Κι ώσπου να πεις κύμινο, τα πουλιά του δάσους σήκωσαν στα φτερά τους την κακιασμένη Κοκκινοσκουφίτσα και την πέταξαν από ψηλά μέσα στην παγωμένη λίμνη.
Η Κοκκινοσκουφίτσα φώναζε και χτυπιόταν, γιατί δεν ήξερε κολύμπι, όμως κανείς δεν της έδινε σημασία. Πήραν έτσι όλοι την εκδίκησή τους για όλα όσα τράβηξαν τόσον καιρό απ’ αυτήν. Από τότε κανείς δεν την ξανάδε την Κοκκινοσκουφίτσα. Κάποια χελιδόνια είπαν πως την είδαν στην Αφρική ντυμένη ζητιάνα και Μαυροσκουφίτσα! Τα ζώα ήταν επιτέλους ευχαριστημένα και ευτυχισμένα. Κι έζησε η Κοκκινοσκουφίτσα ψυχρά κι ανάποδα, τα ζώα καλά κι εμείς καλύτερα ακόμα!
Άσκηση: Διάλεξε κι εσύ όποιον μύθο ή παραμύθι προτιμάς και γράψε το απ' την ανάποδη! Αν πάλι, θέλεις λογοτεχνία, γράψε το "ξεστούπωμα", του Εμμ. Ροΐδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου