Χριστός ανέστη... Ημέρεψαν απόψε τα ουράνια! (Παύλος Νιρβάνας)


Κάποτε εδώ και πολλά χρόνια που μου 'τυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του, σα χαιρετισμό, προς τ' αναστάσιμα άστρα, μου είπε σα να μιλούσε με τον εαυτό του:
 
Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα ουράνια.
Στα δύο αυτά λόγια ο αθώος χωριάτης είχε κλείσει, επιγραμματικά, το βαθύτερο νόημα του χριστιανικού θαύματος: «Ημέρεψαν τα ουράνια». Ο ουρανός, χωρίς το μεγάλο χριστιανικό θαύμα, θα εξακολουθούσε να είναι για την περίφοβη ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου για κάθε ανθρώπινη ψυχή το κατοικητήριο ενός Θεού τρομερού, δικαιοκρίτη, χωρίς επιείκεια, και τιμωρού χωρίς έλεος.
Τέτοιοι στάθηκαν οι θεοί ολων των θρησκειών. Κυβερνούσαν τα πλάσματά τους με τον τρόμο.
Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι απ' το λαό τους, δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τις αδυναμίες του, δεν είχαν πονέσει ποτέ τον πόνο του, δεν είχαν βασανισθεί ποτέ απ' τα βάσανά του, δεν είχαν κλάψει ποτέ τα δάκρυά του. Ανίκανοι να συμπονέσουν, να λυπηθούν και να συχωρέσουν. Πώς να μην είναι «άγρια», όπως τα 'βλεπε το μάτι του φοβισμένου ανθρώπου τα ουράνια, τα κατοικημένα από τέτοιους θεούς; 

Και μέσα στην ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα, που η λαμπάδα του γέρου χωριάτη είχε υψωθεί σα χαιρετισμός προς τα λαμπρά, αναστάσιμα άστρα, τα ουράνια είχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκεί απάνω υψωμένος στον τρομερό του θρόνο, ένας θεός ξένος για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που είχε πονέσει όλους τους πόνους των ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες.
Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους, σαν το τελευταίο κακούργο, τον σταύρωσαν. Επείνασε, εδίψασε, κουράστηκε, αντίκρυσε τη φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι' απ' τον ίδιο το Θεό, που ήταν πατέρας του. «Θεέ μου, θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλιπες;»
Δε στάθηκε πόνος που να μην τον γνώρισε, καρδιοσωμός που να μην τον ένιωσε, δυστυχία που να μη γεύθηκε το φαρμάκι της. Ήπιε όλα τα φαρμάκια που μπορεί να πιει άνθρωπος σ' αυτόν τον κόσμο. Και τη νύχτα εκείνη, ο πονεμένος και βασανισμένος αυτός άνθρωπος είχε ανέβει στους ουρανούς και είχε καθίσει παντοδύναμος στο θρόνο του Θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Πώς να μην «ημερέψουν τα ουράνια»;  Μια απέραντη καλωσύνη είχε πλημμυρίσει το στερέωμα. 

Γιατι να τρέμη πια ο αμαρτωλός; θα συλλογιζότανε ο γέρος. Εκείνος που συχώρεσε την πόρνη, το ληστή κι εκείνους ακόμα που τον σταύρωσαν, είναι τώρα κεί απάνω, για να ιδεί τα δάκρυα του μετανιωμού του και να τον συχωρέσει. Γιατί ν' απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο, είναι τώρα κει απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκομάει ο φτωχός και ο αδικημένος;
Εκείνος, που πείνασε και δίψασε, είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει τη δυστυχία του. Γιατί να λαχταράει η μάνα για το παιδί της; Εκεί απάνω στους ουρανούς είναι μια μανούλα, που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακαλέσει το παιδί της, που κυβερνάει τον κόσμο, να την ελεήσει. Καί γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι' αυτόν, είναι για κάθε ψυχή, μια ανάσταση. 

Τα ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σα χαιρετισμός και σαν ευχαριστία, πρoς τα αναστάσιμα άστρα. 

Χριστός ανέστη, παππού. 
Ο Θεός, ο Κύριος, παιδί μου.

Διήγημα τού Παύλου Νιρβάνα, δημοσιευμένο στις 24/11/1937 στη Νέα Εστία 

Δεν υπάρχουν σχόλια: