1η ημέρα άστεγης ζωής







Με λένε Τζόνυ ή Τζέιμς ή Τσάρλυ.
Κάπως με λένε τέλος πάντων…
Τι σημασία έχει;
Σε νοιάζει;
Κανένας δεν νοιάζεται, κανένας.

Τα 48 μου χρόνια με βαραίνουν περισσότερο απ’ όσο αντέχω, αλλά δεν φοβάμαι, συνήθισα. Όλα συνήθεια είναι.
Γαμημένη συνήθεια.
Έλα, κάθισε να σου διαβάσω μία - δυο σελίδες από το προσωπικό μου ημερολόγιο.

1η Ημέρα άστεγης ζωής:
Όλοι με κοιτάζουν.
Όλοι με λυπούνται ή μάλλον... οι περισσότεροι, αλλά κανένας δεν με βοηθά.
Κανένας.
Περίεργο συναίσθημα.

Χαζεύω τις βιτρίνες, τα φωτάκια των αυτοκινήτων.
Σουρουπώνει.
Τα φωτάκια των σπιτιών.
Τα φωτάκια τ’ ουρανού.
Νύχτωσε…
«Πρέπει να βρω κατάλυμα, κρυώνουν τα χέρια μου. Κρυώνω.»

Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις…
Η γυναίκα μου. Πώς να πέρασε την ημέρα της σήμερα;
Η μικρή μου Ιόλη;
Είχε στομαχόπονο όταν την άφησα.
Όταν τους άφησα…

Κι εμένα με ταλαιπωρεί το στομάχι μου.
Διαμαρτύρεται κι αυτό με το τρόπο του.
Με ότι όπλα έχει.
ΕΣΥ διαμαρτυρήθηκες ποτέ για τον πλησίον σου;
Για τον άστεγο «αδερφό» σου διαμαρτυρήθηκες;
Κι έχεις ένα σωρό «όπλα», καημένε… ΕΣΥ, καημένε.

Αυτή είναι η αρχή του τέλματος, λοιπόν… μα κάπως πρέπει να το αντιμετωπίσω.
Κάποτε είχα χιούμορ.
Κάπου το άφησα και δεν θυμάμαι που.
Να!
Για δες λοιπόν, μόλις ξεπήδησε από το τρύπιο μου τζιν.

«Πανάθεμά με μες τη μόδα είμαι».
Φώτισε το πρόσωπό μου, ξαφνικά.
Τι παιχνίδια σου παίζει και η ελπίδα.
Αναθαρρείς αλλά οπίσω έρχεται στοίβα η απελπισία.
Κι η απελπισία είναι διάολος.
Σε ωθεί στα άκρα.

Όπως εκείνη τη νύχτα.
Ερημιά ήταν.
Μονάχα συμπαθή, συμπαθέστατα τετράποδα κυκλοφορούσαν.
Άστεγα, τα ίδια.
Κάπου πήρε το μάτι μου και μια πόρνη.
Κοντοστάθηκα προς στιγμήν. Την άκουσα να λέει, καθώς φούσκωνε το εγώ της:
«Όχι, σου είπα ρε! Όχι. Τι δεν έπιασαν τα όστρακα, που ‘χεις για αυτιά;»

Πολύ το χάρηκα εκείνο το «Όχι».
Ιστορικό! Μια μικρή νίκη.
Μια σπίθα φωτός μες στη νύχτα.
Κάπως έτσι άστραψε και το μυαλό μου κι έπειτα… έπειτα θόλωσε.

Εγκαταλειμμένο αρχοντικό (ίσως εξοχικό) έμοιαζε.
Άνοιξα τη σιδερένια πόρτα και εισήλθα.
Έσπασα τη γρίλια τυλίγοντας στη γροθιά μου ένα κομμάτι πανί κι έτσι κατάφερα να παραβιάσω το παραθυρόφυλλο.
Διάρρηξη ναι! Από εκείνες τις αθώες όμως.
Δίχως κλοπή! Δίχως απώλειες!

Ούτε τουαλέτα δεν πήγα. (Ακόμη να μ’ εγκαταλείψει το χιούμορ μου.)
Να κοιμηθώ ήθελα, κρύωνα.
Κρυώνω…
Βρήκα μια κουβέρτα, τυλίχτηκα κι αποκοιμήθηκα.
Στο πάτωμα.

Θέλεις ελάχιστα για να φτιάξεις την ευτυχία σου.
Κι εκείνη τη νύχτα ήμουν ευτυχής.
Δεν κρύωνα.

Κοιμήθηκα κι ονειρεύτηκα.
Μες τ’ ονείρεμα με είδα οικογενειάρχη πάλι.
Υπάλληλο πάλι.
Άνθρωπο πάλι…

Το πρωί με ξύπνησαν παιδικά γέλια.
Πόσο ήθελα ν’ ακούσω το γέλιο της μικρής μου Ιόλης εκείνη τη στιγμή.
Έκλεισα τα μάτια και την έφερα στο νου μου.
Την είδα να μου χαμογελάει.

Αποκοιμήθηκα πάλι ώσπου οι ακτίνες του ήλιου δρασκέλεψαν σιγά-σιγά στο εσωτερικό του σπιτιού και φώτισαν το πρόσωπό μου.
Καιρός να φύγω…
Σηκώθηκα κι έψαξα ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι.
Τύλιξα την κουβέρτα για να την πάρω μαζί μου.
Άφησα το σημείωμα δίπλα σε μια οικογενειακή φωτογραφία.

Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις…
Άραγε θ’ αντικρίσω ξανά, τις δικές μου οικογενειακές φωτογραφίες(;)
Με λένε Τζόνυ ή Τζέιμς ή Τσάρλυ…
Είμαι ένας από τους χιλιάδες αστέγους.
Μια φιγούρα που καθημερινά προσπερνάς, αδιαφορώντας...

Δεν υπάρχουν σχόλια: